Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (45-2020)

Ο προσδιορισμός της Μειονότητας μέσα από το φακό των μειονοτικών σωματείων

1550086
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (45-2020)

 

 

Η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων επηρεάζει τις δύο Μειονότητες σε Ελλάδα και Τουρκία. Οι εξελίξεις που συμβαίνουν στο εσωτερικό των κοινοτήτων είναι πολλές φορές απόρροια καλών ή κακών διακρατικών σχέσεων και αντικατοπτρίζουν εντάσεις ή φιλίες.

 

Ενόψει της επικείμενης απόφασης για την Τουρκική Ένωση Ξάνθης, στη σημερινή μας εκπομπή θα μας απασχολήσει το θέμα του προσδιορισμού της κοινότητας. Οι τύχες των μειονοτικών σωματείων από τη δεκαετία του 1980 που ξεκίνησαν οι δικαστικές τους περιπέτειες έχουν συνδεθεί εντός των δικαστικών αιθουσών, αλλά και των αποφάσεων που τις συνοδεύουν, με το ζήτημα του προσδιορισμού του συνόλου της Μειονότητας.

 

Ο τίτλος ενός σωματείου δεν καθορίζει τον προσδιορισμό μιας μειονοτικής ομάδας. Μπορεί να είναι δηλωτικός του ατομικού προσδιορισμού των μελών του σωματείου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποδίδει επίσημο προσδιορισμό και δεν επισφραγίζει την επίσημη αναγνώριση μιας μειονοτικής ομάδας, πόσω δε μάλλον όταν υπάρχουν διεθνείς συνθήκες που καθορίζουν τα ίδια θέματα.

 

Στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 2007 για την Τουρκική Ένωση Ξάνθης διαβάζουμε ότι «η ύπαρξη μειονοτήτων και διαφορετικών πολιτισμών μέσα σε µία χώρα συνιστά ιστορικό γεγονός που µία δημοκρατική κοινωνία θα πρέπει να ανέχεται, και ακόμη και να προστατεύει και να υποστηρίζει σύμφωνα µε τις αρχές του διεθνούς δικαίου».

 

Θεωρητικά αλλά και ουσιαστικά και δεδομένης της ύπαρξης της Συνθήκης της Λωζάνης, η ελληνική πολιτεία δεν έχει να φοβηθεί κάτι από τους τίτλους των μειονοτικών σωματείων. Τι είναι αυτό λοιπόν που εμποδίζει την αναγνώρισή τους; Γιατί το ζήτημα των σωματείων έχει μετατραπεί σε μείζον εθνικό πρόβλημα; Τελικά, είναι επιλήψιμη και νομικά κολάσιμη η χρήση των όρων Τούρκος και τουρκικός στην Ελλάδα;

 

Σχεδόν κάθε μέλος της Μειονότητας έχει κληθεί έστω και μία φορά στη ζωή του να αυτο-προσδιοριστεί δημόσια. Αισθάνεται Έλληνας, Τούρκος, κάτι άλλο; Αυτό μπορεί να συμβεί οπουδήποτε, σε μια παρέα, σε μια κοινωνική ομάδα, στην εργασία, σε περίοδο εκλογών, οπουδήποτε και σε οποιοδήποτε χρόνο. Το ίδιο δεν ισχύει για την κυρίαρχη ομάδα. Κανένας δεν θα ζητήσει από ένα μέλος της πλειονοτικής ομάδας στην Θράκη να αυτο-προσδιοριστεί.

 

Άρα, πρωταρχικά, είναι η ταυτότητα του μειονοτικού, το ανήκειν σε μία μειονοτική ομάδα που θολώνει τα νερά. Εκεί εγείρονται υποψίες και καμιά φορά τα μέλη της κοινότητας καλούνται να απολογηθούν για τα αισθήματα, τα φρονήματα, ακόμα και τη μητρική τους γλώσσα.

 

Η ‘χειρότερη δυνατή’ απάντηση για όσους εγκαλούν τα μέλη της Μειονότητας να αυτο-προσδιοριστούν, είναι να δηλώσει κανείς ότι αισθάνεται Τούρκος. Διότι με τους όρους που διεξάγεται αυτή η συζήτηση, όπου Τούρκος ίσον εχθρός και ότι άλλο δεινό. Η απάντηση είναι φυσικά άμεση, αυτοματοποιημένη: «αν αισθάνονται Τούρκοι, να πάνε», πού αλλού; Στην Τουρκία. Με την ίδια λογική όλοι όσοι αισθάνονται Έλληνες βρίσκονται στην Ελλάδα, όλοι οι Καναδοί στον Καναδά και όλοι οι Κινέζοι στην Κίνα. Είναι η ίδια ρητορική που αναπαρήγαγε επί δεκαετίες η εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής περί διωγμού της Μειονότητας.

 

Η ιστορία καμιά φορά παίζει περίεργα παιχνίδια. Προτού βιαστούν όσοι σπεύδουν να μετατραπούν σε δημόσιοι κατήγοροι ζητώντας την παρέμβαση της πολιτείας και την επιδεικτική τιμωρία κάθε φορά που ακούγεται η λέξη Τούρκος και τουρκικός από τα χείλη των μελών της Μειονότητας, ας θυμηθούν ότι κατά το παρελθόν, σε περιόδους έντονου φλερτ ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, η ελληνική πολιτεία υιοθέτησε ακριβώς την ίδια ορολογία.

 

Ευρέως γνωστά είναι τα νομοθετικά διατάγματα του 1952 και 1954 επί πρωθυπουργίας Παπάγου τα οποία υλοποίησε με μεγάλη επιτυχία ο Γενικός Διοικητής Θράκης, Γιώργος Φεσσόπουλος για αντικατάσταση πινακίδων σε σχολεία, χωριά και αλλού ώστε να χρησιμοποιούν τους όρους «Τούρκος – Τουρκικός» αντί των «Μουσουλμάνος – Μουσουλμανικός». Οι διαταγές του Φεσσόπουλου έχουν διασωθεί και αναπαραχθεί πολλάκις στη βιβλιογραφία, μαζί με απολυτήρια σχολείων, φωτογραφίες που αναγράφουν την λέξη τουρκικός και άλλα ενθύμια εκείνης της περιόδου.

 

Αλλά και αργότερα, τον προσδιορισμό «τουρκική» για την Μειονότητα υιοθέτησε και ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, στις επίσημες συνομιλίες του με τον Τούρκο ομόλογό του, Μπουλέντ Ετζεβίτ, το 1978 στο Μοντρέ της Ελβετίας. Εκφράζοντας ο Καραμανλής την ανησυχία του στον Ετζεβίτ για την ανατροπή της πληθυσμιακής ισορροπίας της Ελληνικής Μειονότητας της Τουρκίας, αναφέρει «Δεν είχα ποτέ την πρόθεση, ως Κυβέρνησις, να ενοχλήσω την τουρκική μειονότητα. Στην Ελλάδα υπάρχουν 300 τουρκικά δημοτικά σχολεία, 2 γυμνάσια, 280 τεμένη, 7 περιοδικά στην τουρκική και 2 βουλευτές, αμφότεροι στην αντιπολίτευση, ένας του φιλοχουντικού κόμματος και ένας του κόμματος του Κέντρου».

 

Από το 1991 και εξής, όταν με την διακήρυξη της ισονομίας και ισοπολιτείας ο τότε Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υιοθετεί επίσημα τον τριμερή διαχωρισμό της Μειονότητας σε Πομάκους, Ρομά και Τουρκόφωνους ή Τουρκογενείς -όπως συναντώνται οι όροι για όσους θέλουν να αποφύγουν εντέχνως τον όρο Τούρκοι-, έκτοτε δεν ακούστηκε ξανά από επίσημα χείλη ο όρος Τούρκος ή τουρκικός.

 

Αυτό σημαίνει ότι στερείται το δικαίωμα όποιος θέλει να δηλώσει Τούρκος να αυτο-προσδιοριστεί έτσι; Ο ατομικός προσδιορισμός είναι ένα νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του κάθε πολίτη του κόσμου. Θα είναι άραγε η απόφαση του Αρείου Πάγου ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αυτήν την περίοδο; Θα παραμείνει το θέμα του προσδιορισμού της Μειονότητας κυρίαρχο στις αποφάσεις για τα μειονοτικά σωματεία; Είναι ερωτήματα που θα απαντηθούν με την δημοσιοποίηση της απόφασης.

 



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ