Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (43-2020)

Ο αποκλεισμός των μειονοτικών δασκάλων από το διορισμό σε δημόσια σχολεία

1516106
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (43-2020)

 

 

 

            Στην μειονοτική εκπαίδευση ανέκαθεν υπήρχαν δάσκαλοι πολλών ταχυτήτων και διαφορετικών κατηγοριών, με κύριο κριτήριο την εκπαίδευση που έλαβαν, από πού αποφοίτησαν.

 

            Η κατηγορία που στοχοποιήθηκε περισσότερο ήταν οι δάσκαλοι - απόφοιτοι της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης. Αυτό δεν είχε να κάνει τόσο με τους ανθρώπους, τους ΕΠΑΘίτες, όσο με την πολιτική του ελληνικού κράτους να επιληφθεί της εκπαίδευσης των δασκάλων του τουρκόγλωσου προγράμματος των μειονοτικών σχολείων μέσω της ίδρυσης μιας «ειδικής» ακαδημίας διετούς φοίτησης με απώτερο στόχο να ελέγχει και να χειραγωγεί τους μειονοτικούς δασκάλους και κατ’επέκταση, την εκπαίδευση.

 

Όλα αυτά στο μακρινό 1969, επί Χούντας, όπου για πολλά παιδιά της Μειονότητας με καταγωγή από ορεινά φτωχά και αποκλεισμένα χωριά, η επιλογή της ΕΠΑΘ ήταν μία διέξοδος πολλά υποσχόμενη για ένα ασφαλές μέλλον με σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση.

 

Αργότερα, όταν οι ΕΠΑΘίτες άρχισαν να απορροφούνται στην μειονοτική εκπαίδευση, παρουσιάστηκε το πρόβλημα της ελλιπούς κατάρτισης, με αποτέλεσμα τα μέλη της Μειονότητας να εξαπολύουν δριμύ κατηγορώ για την ποιότητα της εκπαίδευσης που έλαβαν οι δάσκαλοι και της εκπαίδευσης που κλήθηκαν να μεταλαμπαδεύσουν στους μικρούς μαθητές. Το χαμηλό επίπεδο σπουδών των δασκάλων, επί δεκαετίες καθόριζε το χαμηλό επίπεδο της μειονοτικής εκπαίδευσης.

 

Οι ΕΠΑΘίτες πάντα ήταν οι εκλεκτοί της ελληνικής πολιτείας, καθώς ακόμα και με νόμο το ελληνικό κράτος προέτασσε την προτίμηση στον διορισμό τους έναντι όλων των υπολοίπων υποψηφίων.

 

Έκτοτε, η ΕΠΑΘ μεταλλάχτηκε, εξελίχθηκε, γίνανε προσπάθειες αναβάθμισης, όλες όμως έπεσαν στο κενό. Σε ένα κενό που το μόνο που επιβεβαίωνε διαχρονικά ήταν η αδυναμία της ακαδημίας να σταθεί ισότιμα δίπλα στις υπόλοιπες παιδαγωγικές σχολές της χώρας. Το 2010 εξαγγέλθηκε η κατάργηση της ΕΠΑΘ και επισφραγίστηκε με νόμο το 2011.

 

Με το πέρασμα των χρόνων δόθηκε η δυνατότητα στους ΕΠΑΘίτες να προβούν σε εξομοίωση των πτυχίων τους, παρακολουθώντας σειρά μαθημάτων στις παιδαγωγικές σχολές. Λαμβάνοντας την εξομοίωση ως συμπληρωματικό εφόδιο, έγινε μία προσπάθεια ώστε τα πτυχία της ΕΠΑΘ να καταστούν επί της ουσίας ισότιμα με τα υπόλοιπα παιδαγωγικά πτυχία των ελληνικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Οι απόφοιτοι της ΕΠΑΘ οργανώθηκαν σε συλλόγους και άρχισαν να διεκδικούν βελτίωση της ποιότητας εκπαίδευσης στα μειονοτικά σχολεία.

 

Κάποια στιγμή άρχισαν να διεκδικούν θέσεις στον δημόσιο τομέα, πέραν της μειονοτικής εκπαίδευσης. Τότε συνάντησαν πόρτες κλειστές και συμπεριφορές διακριτικές. Το 2008, όταν ακόμα δεν είχε λυθεί το θέμα εξομοίωσης των πτυχίων τους, έγινε γνωστή η περίπτωση αποφοίτου ο οποίος διεκδίκησε θέση απασχόλησης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συγκεκριμένα σε Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών και απορρίφθηκε λόγω μη αναγνώρισης του πτυχίου του ως ισότιμο και αντίστοιχο με αυτά της ανώτατης εκπαίδευσης.

 

Τότε ο Συνήγορος του Πολίτη, σε πόρισμά του ανέφερε «εγκλωβισµένοι σε έναν αδιαβάθµητο τίτλο σπουδών ακριβώς εξ αιτίας της ιδιότητάς τους ως µελών της µειονότητας, οι δάσκαλοι αυτοί στερούνται κάθε δυνατότητας «επαγγελµατικού αναπροσανατολισµού». Το πόρισμα μιλάει και για «εξ αντικειµένου άνιση µεταχείριση λόγω εθνοτικής καταγωγής ή θρησκεύµατος (µε την έννοια του νόµου 3304/2005), ακόµη και αν αυτό δεν φαίνεται να ήταν στις προθέσεις κάποιου κρατικού οργάνου ή αρχής».

           

            Σήμερα που λύθηκε το θέμα της εξομοίωσης των πτυχίων, για μία ακόμα φορά οι ΕΠΑΘίτες έρχονται αντιμέτωποι με διακριτική και άνιση μεταχείριση. Τα πτυχία τους αναιτιολόγητα αποκλείστηκαν από διαγωνισμό για διορισμό σε δημόσιο σχολείο ενώ οι ίδιοι είχαν προβεί σε όλες τις νόμιμες διαδικασίες που τους παρείχε το δικαίωμα αυτό.

           

Οι δάσκαλοι λόγω και της ιδιότητάς τους ως μέλη της Μειονότητας καταγγέλλουν διακριτική μεταχείριση καθώς στερούνται ένα εργασιακό δικαίωμα που απολαμβάνουν όλοι οι υπόλοιποι εκπαιδευτικοί. Για την επίλυση του ζητήματος και την πιθανή δικαίωσή τους θα πρέπει να υποστούν την ταλαιπωρία των προσφυγών ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, κάτι που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρο αλλά και δαπανηρό.

 

Οι μειονοτικοί βουλευτές έφεραν το ζήτημα της διακριτικής μεταχείρισης στη Βουλή μέσω ερωτήσεων και παρεμβάσεων, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο. Το μείζον σε αυτήν την υπόθεση, όπως σωστά το έθεσε μέσα στο Κοινοβούλιο ο βουλευτής Ροδόπης, Ιλχάν Αχμέτ, δεν είναι άλλο παρά να εφαρμόσει η πολιτεία τους νόμους που η ίδια ψήφισε. Οι νόμοι οφείλουν να εφαρμόζονται ισότιμα για όλους τους Έλληνες πολίτες. Ο αδικαιολόγητος αποκλεισμός ανθρώπων οι οποίοι μάλιστα ανήκουν σε μία μειονοτική ομάδα, εγείρει άλλους προβληματισμούς.

 

Με την ίδρυση της ΕΠΑΘ, η πολιτεία εμφανίστηκε καταρχάς ανακόλουθη απέναντι στη μειονοτική εκπαίδευση καταδικάζοντάς την σε ένα εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, απόρροια του εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου κατάρτισης των δασκάλων ΕΠΑΘιτών. Όχι μόνο αυτό, αλλά απέκλεισε τους ΕΠΑΘίτες από κάθε άλλη επαγγελματική διέξοδο. Ακόμα και σήμερα ανακύπτουν προβλήματα διακριτικής μεταχείρισης που τους στερούν κάποια άλλη επαγγελματική εξέλιξη.

 

Είναι ένα κλασικό παράδειγμα όπου τα μέλη μιας Μειονότητας βρίσκονται έρμαιοι στις ορέξεις των κρατών και των κέντρων εξουσίας τα οποία ορίζουν και καθορίζουν τις ζωές τους σε μεγάλο βαθμό χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να αντιδράσουν σε ειλημμένες ερήμην τους αποφάσεις.

 



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ