Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης(25-2019)

Διοικητικές ενοχλήσεις και πολιτικές διακρίσεων εις βάρος της Μειονότητας (V): η ιδιότητα του πολίτη στο στόχαστρο

1223731
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης(25-2019)

 

 

 

            Από τις πιο σκληρές και κατάφωρες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εις βάρος των μελών της Μειονότητας ήταν αυτές που επιχειρούσαν να πλήξουν την ιδιότητα του πολίτη και ότι τη συνοδεύει.

 

            Στο κλίμα ασφυκτικού ελέγχου του κάθε τι μειονοτικού, στο στόχαστρο μπήκε και η ιδιότητα του πολίτη, όπως επίσης τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν. Κι επειδή έντονη ήταν η επιθυμία ανατροπής των πληθυσμιακών συσχετισμών και εξαναγκασμού σε φυγή του μειονοτικού πληθυσμού, η ελευθερία της μετακίνησης βρέθηκε κι αυτή στο στόχαστρο.

 

            Το μακροβιότερο παράδειγμα μιας τέτοιας πολιτικής ήταν η ύπαρξη της περίφημης μπάρας, ενός εσωτερικού συνόρου εντός των συνόρων του κράτους που χώριζε τον ορεινό όγκο της Θράκης από την υπόλοιπη περιοχή. Ενός συνόρου που τοποθετήθηκε επί εποχής Μεταξά, δηλαδή την δεκαετία του 1930 και καταργήθηκε το 1995. Ήταν ένα σύνορο ελεγχόμενο από αστυνομικές δυνάμεις.

 

            Οι κάτοικοι της περιοχής διέθεταν ειδικές άσπρες ταυτότητες, ξεχωριστές από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η είσοδος και η έξοδος γινόταν μόνο με ειδική άδεια από την αστυνομία. Μπορεί την δεκαετία του 1940 η παρουσία της μπάρας να υψώθηκε απέναντι σε ένα φαντασιακό εχθρό από τον βορρά που δεν ήταν άλλος παρά η απειλή του κομμουνισμού, ωστόσο η παρουσία της Μειονότητας στην περιοχή και μία πιθανή ενίσχυση των σχέσεων με τα ανατολικά σύνορα και την Τουρκία κράτησε την μπάρα υψωμένη στην περιοχή μέχρι το 1995, τέσσερα δηλαδή χρόνια μετά την ανακήρυξη της ισονομίας και ισοπολιτείας.  

 

Όταν γίνεται λόγος για ελευθερία της μετακίνησης, δεν μπορεί να μη γίνει αναφορά σε ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα διαβατήρια. Η χορήγηση διαβατηρίου και οι όροι χορήγησης διαβατηρίου αποτελούσαν αντικείμενο πελατειακών σχέσεων ανάμεσα σε γραφεία βουλευτών ή άλλων πολιτικών προσώπων και σε δημόσιες υπηρεσίες. Τον τελευταίο λόγο και την τελική έγκριση είχαν πάντα τα κατά τόπους Γραφεία Πολιτικών Υποθέσεων στις Νομαρχίες.

 

Σε ερώτηση που κατέθεσε το 1990 ο ανεξάρτητος βουλευτής Ροδόπης, Ισμαήλ Μολλά Ροδοπλού προς τους Υπουργούς Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης και Εξωτερικών, δημοσιοποίησε και κατήγγειλε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στα τέλη του 1989 όταν η αστυνομία στο τελωνείο Κήπων στον Έβρο κατέσχεσε τα διαβατήρια είκοσι οχτώ (28) ατόμων, κατοίκων της Ροδόπης.

 

            Όπως αναφέρει στην ερώτηση ο βουλευτής, «Οι αστυνομικές αρχές δεν επέδειξαν στα εν λόγω άτομα καμία σχετική δικαστική απόφαση ή εισαγγελική διάταξη που να απαγορεύουν την έξοδό τους από την χώρα, ούτε αιτιολόγησαν την ενέργειά τους αυτή αλλά και ούτε έδωσαν κανέναν έγγραφο που να αποδεικνύει την παρακράτηση –ή κατάσχεση- των διαβατηρίων αυτών από επίσημα κρατικά όργανα». Ζητάει από τους Υπουργούς αν είναι γνώστες αυτών των ενεργειών και αν θα τιμωρήσουν τους υπευθύνους.  

 

            Ο Ισμαήλ Μολλά Ροδοπλού ισχυρίζεται ότι οι κατασχέσεις διαβατηρίων στόχο είχαν να τιμωρήσουν και να τρομοκρατήσουν τους ψηφοφόρους ώστε στο μέλλον να μην στηρίξουν τους ανεξάρτητους υποψηφίους. Οι κατασχέσεις αυτές παρεμπόδισαν την έξοδο των ανθρώπων από την χώρα. Πιο συνηθισμένη ήταν η πρακτική να σφραγίζονταν τα διαβατήρια με την ένδειξη για μία έξοδο, όχι είσοδο, ώστε να καταστεί ανέφικτη η επιστροφή στην Ελλάδα.

 

            Τότε έμπαινε σε εφαρμογή το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, ένας παλιός νόμος του 1955 που αφαιρούσε αυθαίρετα τις ιθαγένειες των ανθρώπων. Η στέρηση της ιδιότητας του πολίτη αφαιρούσε μία σειρά δικαιωμάτων και κατέτασσε τους Τούρκους μειονοτικούς ως ανιθαγενείς, με αποτέλεσμα η καθημερινότητά τους να γίνεται ακόμα δυσκολότερη και η διεκπεραίωση ακόμα και της πιο απλής υπόθεσης να είναι Γολγοθάς.

           

Το άρθρο 19 ανέφερε ότι όποιος εγκαταλείπει την χώρα χωρίς την πρόθεση επανόδου δύναται να απωλέσει την ελληνική ιθαγένεια. Με εντελώς αυθαίρετα κριτήρια, με αυθαίρετες ερμηνείες του νόμου,  το κράτος αφαιρούσε τις ιθαγένειες από ανθρώπους ατομικά ή και ομαδικά.  

 

            Συνολικά 56.638 μέλη της Μειονότητας επλήγησαν άμεσα με αφαίρεση της ιθαγένειάς τους από το 1955 μέχρι το 1998, εφτά (7) χρόνια μετά την ανακήρυξη της ισονομίας και ισοπολιτείας. Η ομάδα αυτή των ανθρώπων που τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια περιελάμβανε βρέφη και παιδιά, φοιτητές, ακόμα και φαντάρους που υπηρετούσαν την θητεία τους την ώρα που τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια. Μία πληροφορία που έφτανε στην αστυνομία ότι κάποιος έφυγε από το χωριό του χωρίς να γνωρίζουν πού πήγε, πότε θα επιστρέψει, αν θα επιστρέψει, ήταν αρκετή. Ο τελευταίος που μάθαινε την πληροφορία ήταν ο ίδιος ο ανιθαγενής.

 

            Όσες λύσεις προτάθηκαν για την επίλυση του προβλήματος μετά την κατάργηση του άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας δεν στηριζόταν όπως αποδείχθηκε στην πράξη σε καλά μελετημένους σχεδιασμούς αλλά περισσότερο στο να αποδώσουν ορισμένες ιθαγένειες με πρόχειρο τρόπο και μπαλώματα κι αυτό μετά από πολύ ταλαιπωρία.

 

            Το γεγονός ότι από την κατάργηση του άρθρου 19 το 1998 μέχρι σήμερα, το 2019, έχουν παρέλθει εικοσιένα (21) χρόνια και δεν έχει δοθεί λύση στο πρόβλημα, αποδεικνύεται από δηλώσεις του Ειδικού Τομεακού Γραμματέα Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών στην Εφημερίδα των Συντακτών τον Απρίλιο του 2019 όπου ούτε λίγο ούτε πολύ αναφέρει ότι «εξακολουθούν να υπάρχουν λίγες δεκάδες άτομα που διαβιούν στην Θράκη σε καθεστώς ανιθαγένειας».

 

            Αναρωτιέται λοιπόν εύλογα κάποιος πόσες είναι αυτές οι λίγες δεκάδες άτομα και γιατί το Υπουργείο δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό τους, για να απαντήσει ο Γραμματέας ότι «Το πρόβλημα είναι ότι οι πληροφορίες αυτές μας έρχονται έμμεσα, από άλλα υπουργεία και υπηρεσίες, καθώς οι ίδιοι δεν έχουν αιτηθεί την ανάκτηση της ιθαγένειάς τους». Ο ίδιος ενημερώνει ότι θα αποσταλούν οδηγίες στην Διεύθυνση Ιθαγένειας με χωρική αρμοδιότητα τη Θράκη με σκοπό την ανεύρεση των ατόμων γιατί πρόκειται για κοινωνικά αποκλεισμένα άτομα.

 

            Είναι λυπηρό να διαβάζει κανείς την τραγική διαπίστωση ότι με όση ευκολία τα αρμόδια υπουργεία έβρισκαν και αφαιρούσαν ιθαγένειες από ανθρώπους, με εξαιρετική δυσκολία οι αρμόδιες αρχές αδυνατούν να τους εντοπίσουν. Είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί οριστικά και για τον τελευταίο μειονοτικό ανιθαγενή που απώλεσε την ιθαγένειά του βάσει των διατάξεων του καταργηθέντος άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας.

 

 



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ