Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης(19-2019)

Η δύσκολη δεκαετία του 1980: το πρόβλημα αναγνώρισης πτυχίων από το ΔΙΚΑΤΣΑ

1208481
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης(19-2019)

 

 

            Η δεκαετία του 1980 ήταν μία δεκαετία με σημαντικές εξελίξεις στα μειονοτικά ζητήματα. Στην εξουσία βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ καταλυτικός για την Θράκη και τη διαμόρφωση των πολιτικών που ασκήθηκαν έναντι της Μειονότητας ήταν ο ρόλος του Γιάννη Καψή από τη θέση του Υφυπουργού Εξωτερικών (1982-1989).

 

            Οι προηγούμενές μας εκπομπές αναφέρθηκαν σε ειδικά ζητήματα της μειονοτικής εκπαίδευσης. Με αυτήν θα κλείσουμε έναν κύκλο εγκαινιάζοντας έναν νέο. Θα δούμε αναλυτικά το πρόβλημα που προέκυψε με την αναγνώριση των πτυχίων των μελών της Μειονότητας το 1980 και θα περάσουμε σε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που δεν είναι άλλο από τις διοικητικές ενοχλήσεις και τις πολιτικές διακρίσεων που εφαρμοζόταν επί δεκαετίες εις βάρος της Μειονότητας και καταπατούσαν μία σειρά δικαιωμάτων.

 

            Η υπόθεση έχει ως εξής. Μέχρι την θεσμοθέτηση ειδικής ποσόστωσης για την εισαγωγή αποφοίτων της Μειονότητας σε ελληνικά πανεπιστήμια το 1996, η μοναδική διέξοδος για ανώτερες σπουδές ήταν η φοίτηση σε κάποιο ανώτερο ή ανώτατο ίδρυμα της Τουρκίας. Υπήρχε το πλεονέκτημα της γλώσσας, ενώ οι απόφοιτοι της Μειονότητας εισάγονταν σε κάποιο τούρκικο πανεπιστημιακό ίδρυμα ως ομογενείς του εξωτερικού. Αυτή ήταν η πιο εύκολη και προσβάσιμη δίοδος για ανώτερες σπουδές.

 

            Μεγάλο ποσοστό αποφοίτων που επέλεξαν να σπουδάσουν σε κάποιο τούρκικο πανεπιστήμιο, παρέμειναν στην Τουρκία μετά την αποφοίτησή τους όπου δραστηριοποιήθηκαν εκεί επαγγελματικά. Σημαντικός αριθμός ωστόσο επέστρεψε στην Ελλάδα. Απαραίτητη διαδικασία για την αναγνώριση των πτυχίων στην εγχώρια αγορά εργασίας ήταν η αναγνώρισή τους μέσω ενός δημόσιου οργανισμού γνωστού με το όνομα ΔΙΚΑΤΣΑ και αργότερα, ΔΟΑΤΑΠ.

 

            Το 1984 το ΔΙΚΑΤΣΑ σταμάτησε τις αναγνωρίσεις πτυχίων μελών της Μειονότητας της Θράκης. Για την ακρίβεια, οι υποψήφιοι προς αναγνώριση του πτυχίου τους έμπαιναν σε διαδικασία εξετάσεων αλλά απορριπτόταν κατ΄ εξακολούθηση. Έδιναν εξετάσεις, ήταν ικανοποιημένοι από την επίδοσή τους και στο τέλος πάντα αποτύγχαναν. Κάποιοι μπήκαν σε αυτήν την ψυχοφθόρα διαδικασία περισσότερες από δέκα (10) φορές.

 

            Οι συστηματικές και κατ’ επανάληψη αποτυχίες δεν μπορούσαν να θεωρηθούν τυχαίο περιστατικό. Οι πολιτικοί της περιοχής έδιναν υποσχέσεις ότι θα λυθεί το ζήτημα, αλλά όλες έπεφταν στο κενό. Τα χρόνια περνούσαν αποκλείοντας ένα πολλά υποσχόμενο εργατικό δυναμικό από κάθε δυνατότητα μελλοντικής απασχόλησης και επαγγελματικής ανέλιξης. Η άρνηση αναγνώρισης των πτυχίων σήμαινε μία σειρά από απαγορεύσεις, όπως η είσοδος στην αγορά εργασίας, η επαγγελματική ανέλιξη και συνεπαγόταν την στασιμότητα, την οικονομική δυσπραγία.  

 

            Το 1986 οι πτυχιούχοι οργανώθηκαν σε μια Επιτροπή Αγώνα διαμαρτυρόμενοι ότι περισσότερα από τρία (3) χρόνια καθυστερούν οι αναγνωρίσεις των πτυχίων τους αυθαίρετα, παράνομα, άδικα και αναιτιολόγητα. Διαμαρτύρονταν επίσης για το ότι δεν έλαβαν ποτέ απάντηση από το ΔΙΚΑΤΣΑ, αλλά και κανέναν κυβερνητικό φορέα και απηύθυναν έκκληση συμπαράστασης προς κάθε κατεύθυνση.

 

Όσο περνούσε ο καιρός χωρίς να υπάρχει καμία εξέλιξη τόσο εντεινόταν οι αντιδράσεις των πτυχιούχων. Έτσι, τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο του 1987 πραγματοποιήθηκαν πορείες διαμαρτυρίας προς την Νομαρχία Κομοτηνής ενώ κατ’ επανάληψη οι πτυχιούχοι έστειλαν επιστολές προς κάθε αρμόδιο, αλλά και ανοιχτή επιστολή στον Πρωθυπουργό.

 

Μια συνηθισμένη τακτική φυσικά της πολιτείας ήταν να παραπέμπει τους αποφοίτους στο ΔΙΚΑΤΣΑ επικαλούμενη την δικαιολογία ότι είναι ανεξάρτητη αρχή, την στιγμή που οι αρμόδιοι του ΔΙΚΑΤΣΑ ισχυριζόταν ότι άλλοι είναι αρμόδιοι για την περίπτωσή τους. Στο τέλος όταν οι πιέσεις προς την πολιτεία έγιναν ασφυκτικές, δόθηκαν επιλεκτικά κάποιες αναγνωρίσεις τις οποίες η Μειονότητα μετέφρασε ως «στάχτη στα μάτια τους» διότι το ουσιαστικό πρόβλημα παρέμενε.

 

Οι επιλεκτικές αναγνωρίσεις, ελάχιστες στον αριθμό έγιναν για να κλείσουν στόματα. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν λύση σε ένα πρόβλημα που γινόταν εντονότερο με το πέρασμα του χρόνου.

 

Εν τω μεταξύ υπήρξε η επίσημη παραδοχή του Γιάννη Καψή στον τότε βουλευτή Μεχμέτ Μουφτίογλου ότι η απαγόρευση αναγνώρισης των πτυχίων είναι ένα μόνο μέτρο από τις πολλές διακρίσεις που υφίσταται η Μειονότητα (Aarbakke, 2000: 319). Το θέμα άρχισε να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός Θράκης, ενώ η Μειονότητα άρχισε να εξετάζει το ενδεχόμενο διεθνοποίησης του ζητήματος μέσω καταγγελιών σε διεθνείς οργανισμούς.    

 

Στις 19 Μαΐου του 1988, έντεκα (11) πτυχιούχοι ξεκίνησαν απεργία πείνας η οποία διήρκησε είκοσι (20) ημέρες. Οι διαμαρτυρίες, η συμπαράσταση που έλαβαν, η δημοσιοποίηση του αιτήματος οδήγησαν στο να δοθεί λύση στο πρόβλημα, στερώντας ωστόσο από κάθε πτυχιούχο αρκετά χρόνια επαγγελματικής ενασχόλησης.

 

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι περίπου πενήντα (50) πτυχιούχοι συνέθεταν την ομάδα των ατόμων που επηρεάστηκαν από την άρνηση χορήγησης αναγνώρισης για τα πτυχία τους. Από αυτούς οι τριάντα (30) (Aarbakke, 2000: 320) εγκατέλειψαν και αναζήτησαν λύση είτε στην Τουρκία είτε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

 

Παρεμφερές με αυτό, επειδή δημιουργεί το ίδιο πρόβλημα στέρησης του δικαιώματος επαγγελματικής ενασχόλησης με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, ήταν κάποια χρόνια αργότερα η άρνηση χορήγησης άδειας άσκησης επαγγέλματος από την πλευρά της πολιτείας σε μειονοτικούς φαρμακοποιούς.

 

Πρόκειται για αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία στερήθηκαν τα μέλη της Μειονότητας λόγω της ταυτότητας του μειονοτικού. Εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πολιτικής διακρίσεων και διοικητικών ενοχλήσεων τα οποία εφαρμόστηκαν επί δεκαετίες εις βάρος της Μειονότητας και αυτά που θα μας απασχολήσουν σε έναν νέο κύκλο εκπομπών που θα ακολουθήσουν.    

 

 

 



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ