Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (2016-08)

Τα βακούφια της Τουρκικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκης

452207
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (2016-08)



Τα βακούφια είναι κοινωφελή ιδρύματα που φέρουν την καταγωγή τους από την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνθέτουν την περιουσία της κοινότητας. Οι δωρεές προς τα βακούφια μπορούν να γίνουν υπέρ κοινωφελούς, θρησκευτικού, εκπαιδευτικού ή φιλανθρωπικού σκοπού.

Το νομικό καθεστώς προστασίας των βακουφίων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ευρύτερου νομικού πλαισίου που διέπει την προστασία της Τουρκικής Μειονότητας. Στο άρθρο 40 της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) υπάρχει ειδική αναφορά σε αυτά. Σύμφωνα με αυτό, η κοινότητα έχει το δικαίωμα να συστήσει, να διευθύνει και να εποπτεύει με ιδίους πόρους κάθε είδους φιλανθρωπικά, θρησκευτικά ή κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία και λοιπά εκπαιδευτήρια.

Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει πλήρη και συστηματική καταγραφή των βακουφίων της Δυτικής Θράκης με αποτέλεσμα να μην είναι γνωστό ούτε το ακριβές μέγεθος της περιουσίας ούτε και ο ακριβής αριθμός τους. Μία προσπάθεια καταγραφής έγινε με την εγγραφή στο κτηματολόγιο το 2009. Από εκεί αντλούμε στοιχεία ότι στην Κομοτηνή 35 βακούφια κατέγραψαν περισσότερα από 150 ακίνητα και στην Ξάνθη εμφανίζεται ένα νομικό πρόσωπο με 90 ακίνητα. Λίγα ακίνητα εντοπίζονται στα βακούφια της Αλεξανδρούπολης και του Διδυμοτείχου.

Σημαντική παράμετρος στην συζήτηση για το μέγεθος της περιουσίας είναι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Στην πορεία του χρόνου ποσοστό της περιουσίας απαλλοτριώθηκε με αποτέλεσμα να υπάρξουν αξιοσημείωτες απώλειες. Οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που ξεκίνησαν την δεκαετία του 1930 και συνεχίστηκαν μέχρι και την Χούντα (1967-1974) οδήγησαν σε μείωση του μεγέθους της περιουσίας και είχαν στόχο την αποδυνάμωση του μειονοτικού στοιχείου κυρίως στα αστικά κέντρα της Θράκης.

Βακούφια στη Δυτική Θράκη συνιστούν τα τεμένη, τα νεκροταφεία, τα σχολεία, τα ιεροσπουδαστήρια και ότι ανήκει ως περιουσία κατόπιν αφιερώματος σε αυτά. Σήμερα λειτουργούν τρεις Διαχειριστικές Επιτροπές Μουσουλμανικής Περιουσίας στα αστικά κέντρα της Κομοτηνής, της Ξάνθης και του Διδυμοτείχου, ενώ στα χωριά τα βακούφια διαχειρίζεται ένας ή κατά περίπτωση περισσότεροι διαχειριστές, οι λεγόμενοι μουτεβελήδες.

Δύο είναι τα μεγάλα θέματα που αφορούν τα βακούφια. Το πρώτο είναι τα χρέη που επιβλήθηκαν με την πάροδο του χρόνου στην περιουσία και τα οποία συσσωρεύτηκαν. Σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία που επιχείρησε να δώσει λύση στο πρόβλημα υπήρξε ένας νόμος του 2007 ο οποίος προέβλεπε τη διαγραφή των χρεών. Δυστυχώς ο εν λόγω νόμος έδωσε εν μέρει λύση καθώς μπορεί να διαγράφηκαν τα χρέη βάσει των διατάξεων, ωστόσο παρέμειναν τα πρόστιμα και οι φόροι εισοδήματος.

Το δεύτερο και σημαντικότερο θέμα αφορά τον τρόπο ανάδειξης των Διαχειριστικών Επιτροπών. Είναι ένα πεδίο διένεξης μεταξύ κράτους και Μειονότητας. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η παρουσία των Διαχειριστικών Επιτροπών στα αστικά κέντρα όπου συσπειρώνεται ο μεγαλύτερος όγκος της περιουσίας, τους προσδίδει σημαντική πολιτική εξουσία. Εκ των πραγμάτων, το ελληνικό κράτος ανέκαθεν ήθελε να ελέγχει τον τρόπο ανάδειξης των Επιτροπών, πολιτική που ακολούθησε στο σύνολο των μειονοτικών θεμάτων. Με την πάροδο του χρόνου η ανάδειξη των Επιτροπών υπήρξε προβληματική και ο τρόπος ανάδειξης ήταν ουσιαστικά τρόπος ελέγχου της κοινότητας.

Τις δεκαετίες του 1930 και 1940, οι ιστορικές συγκυρίες δεν επέτρεψαν την διεξαγωγή εκλογών. Αναφέρομαι στη διάρκεια του καθεστώτος Μεταξά και της βουλγαρικής κατοχής. Φυσικά όπως σε όλα τα ζητήματα, έτσι και εδώ η αμοιβαιότητα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Με το ένα μάτι στραμμένο στην ελληνική κοινότητα της Τουρκίας, το ελληνικό κράτος λειτουργούσε αντανακλαστικά. Έτσι για παράδειγμα το 1944 όταν η Τουρκία απαγόρευσε να διεξαχθούν εκλογές στην εκεί ελληνική κοινότητα, το ίδιο συνέβη και στην τουρκική κοινότητα στην Ελλάδα.

Σε αυτό το θέμα το 1950 αποτελεί ιστορική τομή. Η αλλαγή στην τουρκική πολιτική με τη στροφή προς την φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος των ελληνορθόδοξων βακουφίων σε συνδυασμό με την ελληνοτουρκική προσέγγιση με στόχο την παράλληλη ένταξη στο ΝΑΤΟ υπαγορεύουν μία καλή περίοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τότε για πρώτη φορά το ελληνικό κράτος δίνει το πράσινο φως για την εκλογή των Διαχειριστικών Επιτροπών.

Πρόκειται για μία περίοδο που θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε (15) χρόνια διότι η κρίση στο Κυπριακό και η δικτατορία του Παπαδόπουλου το 1967 θα οδηγήσουν μία ακόμα φορά στον διορισμό των μελών των Διαχειριστικών Επιτροπών. Έρμαιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η Μειονότητα οδηγούνταν πότε σε εκλογές πότε σε διορισμό με το έτσι θέλω και χωρίς να υπάρξει καμία ουσιαστική διαβούλευση με την κοινότητα. Οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονταν σε κέντρα εκτός της κοινότητας, στη βάση του ελέγχου και τα κριτήρια συνήθως δεν υπαγόρευαν τις ανάγκες και τα δικαιώματα της Κοινότητας.

Επίσης, ενώ υπήρξαν περίοδοι που φαινόταν ένα φως στο τούνελ καθώς η ανάδειξη με εκλογές των μελών των Διαχειριστικών Επιτροπών αποτελεί δικαίωμα και διεκδίκηση της Τουρκικής Μειονότητας, ενώ δημιουργήθηκε ένα προηγούμενο τα 15 χρόνια όπου εκλεγόταν οι Επιτροπές, ωστόσο ούτε αυτό αποδείχθηκε αρκετό στην πράξη να πείσει ότι η εκλογή δεν αποτελεί κίνδυνο για το ελληνικό κράτος.

Επόμενος σταθμός είναι ο νόμος 1091/1980 ο οποίος ρητά προέβλεπε εκλογές και ενώ φάνηκε να υπάρχει πολιτική βούληση να λυθεί το θέμα, έμεινε στο στάδιο ψήφισής του χωρίς ουσιαστικά να εφαρμοστεί ποτέ, μέχρι την οριστική κατάργησή του το 2008. Η μη εφαρμογή του νόμου φανερώνει ανάμεσα σε άλλα ότι στην περίπτωση της Τουρκικής μειονότητας οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται από πολλά και διαφορετικά κέντρα και η όποια κίνηση καλής θέλησης μπλοκάρεται πριν την εφαρμογή της στη βάση ενός εν δυνάμει εσωτερικού εχθρού όπως για πολλά χρόνια το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε την Μειονότητα.

Η τελευταία πράξη διαδραματίστηκε το 2008 με την ψήφιση του 3647/2008 νόμου με τίτλο «Διοίκηση και Διαχείριση των βακουφίων της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Δυτική Θράκη και των περιουσιών τους». Ο νόμος αυτός αποτέλεσε μία ακόμα πρωτοβουλία που ελήφθη για την Μειονότητας χωρίς καν να ληφθεί η γνώμη της, χωρίς να υπάρξει διάλογος. Ενώ ο νόμος προέβλεπε την ανάδειξη μέσω εκλογών όπου ως βασική αρχή είναι στην κατεύθυνση του τι θέλει και τι ζητάει η κοινότητα, ωστόσο ο τρόπος των εκλογών, το πνεύμα και το γράμμα του νόμου για μία ακόμα φορά φανέρωνε την έντονη καχυποψία προς την κοινότητα και την προσπάθεια ελέγχου του κράτους και εμπλοκής του στον τρόπο ανάδειξης.

Ο νόμος συνάντησε την έντονη αντίδραση και απόρριψη από την πλευρά της Μειονότητας. Πρόκειται για έναν ακόμα νόμο που έμεινε ανεφάρμοστος καθώς η εφαρμογή του σκόνταψε στη διαδρομή Αθήνα-Δυτική Θράκη και οι Επιτροπές των Βακουφίων συνέχισαν να διορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια.

Τα βακούφια αποτελούν ένα ακόμα γνώριμο κομμάτι του παζλ των μειονοτικών διεκδικήσεων και προβλημάτων τα οποία φιλτράρονται υπό το πρίσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της κακώς εννοούμενης αμοιβαιότητας που συνδέει μοιρολατρικά την ελληνική κοινότητα της Τουρκίας με την τουρκική κοινότητα της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό η όποια πρωτοβουλία δεν αγγίζει καν την ουσία του προβλήματος πόσω δε μάλλον την επίλυσή του στη βάση των μειονοτικών δικαιωμάτων και της ελεύθερης και απρόσκοπτης έκφρασης της θρησκευτικής ελευθερίας της κοινότητας.



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ