Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (30-2021)

Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου για την Τουρκική Ένωση Ξάνθης του 2005 και του 2021

1708835
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (30-2021)

 

 

            Στη σημερινή μας εκπομπή θα ανασύρουμε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας την απόφαση του Αρείου Πάγου του 2005 για την Τουρκική Ένωση Ξάνθης και θα επιχειρήσουμε να ξεδιπλώσουμε το σκεπτικό πίσω από αυτήν σε αντιπαραβολή με την πρόσφατα δημοσιευθείσα απόφαση του ιδίου δικαστηρίου.

 

            Το 2005, η περίφημη διακήρυξη της ισονομίας και ισοπολιτείας που είχε εξαγγελθεί από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, μετρούσε 14 χρόνια ζωής και οι αλλαγές που επέφερε στις ζωές των μελών της Μειονότητας ήταν ορατές σε πολλά επίπεδα, κυρίως σε αυτό της κατάκτησης των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχοντας κλείσει 22 χρόνια δικαστικού αγώνα, τα μέλη της ΤΕΞ είχαν μία κρυφή ελπίδα ότι η υπόθεση ίσως οδηγηθεί σε δικαίωση, κάτι που δεν συνέβη διότι το δικαστήριο απεφάνθη υπέρ της διάλυσης του Σωματείου.

 

            Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σε εκείνη την απόφαση ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «σύμφωνα με την ανωτέρη Σύμβαση (ενν. Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών), η οποία είναι ειδική και δεν έχει ανατραπεί με κάποια νεότερη σύμβαση, στη Θράκη δεν υπάρχουν Τούρκοι αλλά μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι». Η επίκληση όχι τόσο στη Σύμβαση περί Ανταλλαγής των πληθυσμών, όσο στη Συνθήκη της Λωζάνης κάθε φορά που τίθεται ζήτημα προσδιορισμού για την Μειονότητα στη Θράκη είναι αναμενόμενη. Παρόλα αυτά στο εδώλιο δεν βρισκόταν η Συνθήκη της Λωζάνης, ούτε ο προσδιορισμός της Μειονότητας, όπως αυτός ορίζεται μέσω της Συνθήκης κι αυτό είναι κάτι που δεν ξεπεράστηκε ούτε στο σκεπτικό της απόφασης του 2021.

 

Σε άλλο σημείο της απόφασης του 2005 το Δικαστήριο, αναφερόμενο στους σκοπούς του Σωματείου, όπως αυτοί αναγράφονται στο καταστατικό του, απεφάνθη ότι «επιχειρείται απροκάλυπτα να εμφανισθή η ύπαρξη στην Ελλάδα (περιοχή Δυτικής Θράκης), εθνικής τουρκικής μειονότητας, ενώ με τις συμβάσεις αυτές, μόνο η ύπαρξη θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας αναγνωρίζεται στην εν λόγω περιοχή» και παρακάτω «ότι το αναιρεσείον, με την εμμονή του να έχει το επίθετο «Τουρκική» στην επωνυμία της Ένωσης, σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνθήκες, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ειρηνική συμβίωση των πολιτών της περιοχής που είναι αναγκαία για το γενικό καλό και των δύο ελληνικών κοινοτήτων, μουσουλμανικής και χριστιανικής, αλλά εγείρει ανύπαρκτο μειονοτικό πρόβλημα «Τούρκων».

 

Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω αποσπάσματα, μεγάλο μέρος του σκεπτικού του δικαστηρίου επικεντρώθηκε στον προσδιορισμό της Μειονότητας, στην ταυτότητά της, εγκαλώντας τα μέλη του Σωματείου για εμμονή με το επίθετο «Τουρκική» στον τίτλο του, μία «εμμονή» από την οποία δεν κατάφερε να απαλλαγεί ούτε η δικαστική εξουσία, δεδομένου ότι οι αναφορές στο ζήτημα της ταυτότητας διατρέχουν το κείμενο της απόφασης στο σύνολό της. Και αυτά είναι στοιχεία που συναντάμε και στην απόφαση του 2021.

 

Μάλιστα, οι δικαστές εγκαλούσαν το Σωματείο ότι εγείρει ανύπαρκτο μειονοτικό πρόβλημα «Τούρκων» στην περιοχή της Δυτικής Θράκης και στοιχειοθέτησαν ότι με τον όρο αυτόν υπονοούν τους πολίτες ξένου κράτους. Να συμπληρώσουμε ότι σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, εκείνη την περίοδο κυρίαρχη θέση έναντι της ταυτότητας της Μειονότητας ήταν η ύπαρξη μίας θρησκευτικής μειονότητας βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης με τρεις ωστόσο διακριτές ομάδες εκ των οποίων η μία ήταν οι «τουρκογενείς», ορολογία που προτιμούσαν όσοι υιοθέτησαν τον τριμερή διαχωρισμό προς αποφυγή του όρου «Τούρκοι».

 

Διαβάζουμε λοιπόν στην απόφαση του Δικαστηρίου ότι στην περιοχή υπάρχουν δύο «ελληνικές - κοινότητες, η μουσουλμανική και η χριστιανική». Σε απλά ελληνικά, το Δικαστήριο ανέφερε ότι υπάρχει η «ελληνική μουσουλμανική κοινότητα» και η «ελληνική χριστιανική κοινότητα» στη Δυτική Θράκη. Κατά καιρούς συναντάμε και στο γραπτό, αλλά και στον προφορικό λόγο, αναφορές από δημόσια πρόσωπα σε «ελληνική μουσουλμανική μειονότητα», με την Μειονότητα συνήθως να περιπαίζει αυτόν τον όρο και να αναρωτιέται ποιος ο λόγος να υπάρχει «ελληνική μειονότητα» εντός της Ελλάδος.  

 

Το 2021, τα μέλη της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης, σε δηλώσεις τους αλλά και όσα προηγήθηκαν της απόφασης, είχαν για δεύτερη φορά –ενδεχομένως πιο ενισχυμένη από ότι το 2005- την ελπίδα ότι μπορεί τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά. Σε δημοσιεύματα στο διαδίκτυο διαβάζουμε άλλωστε ότι η τελική πλειοψηφία του 5-0 δεν ήταν δεδομένη από την αρχή, με τις απόψεις των δικαστών να αλλάζουν και να εξελίσσονται σε ένα θρίλερ που θύμιζε σκορ ποδοσφαιρικού αγώνα. Οι ελπίδες τελικά των μελών της ΤΕΞ ναυάγησαν για δεύτερη φορά.

 

Η απόφαση του 2021 ξεδιπλώνει όλο το ιστορικό του Σωματείου από την ίδρυσή του, κυρίως την πορεία του στις δικαστικές αίθουσες και εμπεριέχει εκτενείς αναφορές στις αποφάσεις του Αρείου Πάγου του 2005 και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2008. Κάνει αναφορά στην γνωστή «τροπολογία Κοντονή» του 2017, τον νόμο που προέβλεπε την ευθυγράμμιση των αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με την επιφύλαξη περιορισμών εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης.  Το 2021 ο Άρειος Πάγος ενέμεινε και αναπαρήγαγε το σκεπτικό της απόφασης του 2005 περί «επιλήψιμης επωνυμίας» και ενεργειών των μελών του Σωματείου που αποτελούν απειλή για την δημοκρατική κοινωνία και προσβάλλουν την Ελληνική δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια.

 

Η απόφαση του Αρείου Πάγου θα μπορούσε, σε περίπτωση που ήταν θετική για το Σωματείο, να σηματοδοτήσει το τέλος σε έναν δικαστικό αγώνα που μετράει σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Κάθε τέλος ωστόσο που διαφαίνεται σε αυτήν την υπόθεση, είναι και μία νέα αρχή, ένας φαύλος κύκλος που στο πέρασμα του χρόνου έφερε κι άλλους συνομιλητές στο τραπέζι, όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή διεθνείς οργανώσεις δικαιωμάτων. 16 χρόνια μετά, ο Άρειος Πάγος ενέμεινε στην απόφαση του 2005 και το ταμπού της αναγνώρισης των μειονοτικών σωματείων συνεχίζει να στοιχειώνει την σωματειακή ελευθερία στην Ελλάδα.

 



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ