Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (23-2021)

Υστερόγραφο από την επίσκεψη του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, στη Θράκη

1696005
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (23-2021)

 

 

 

Σε κάθε επίσκεψη κρατικού αξιωματούχου στη Θράκη, Έλληνα -κυρίως Τούρκου- η περιοχή κερδίζει τα πέντε λεπτά δημοσιότητας που της αναλογούν και μετά τα φώτα σβήνουν. Συνήθως οι επισκέψεις των Τούρκων αξιωματούχων προσλαμβάνονται ως προκλητικές πριν την έναρξή τους. Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, εθνικής και τοπικής εμβέλειας, σπεύδουν να μιλήσουν για προκλητικότητα πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι Τούρκοι αξιωματούχοι στην περιοχή.

 

            Οι επισκέψεις αυτές, ακόμα κι αν είναι ιδιωτικές, δεν είναι επιθυμητές από διάφορους κύκλους που συνήθως προτάσσουν το επιχείρημα ότι τα ζητήματα της Μειονότητας δεν είναι και δεν πρέπει να είναι αντικείμενο εξωτερικής πολιτικής. Παραδόξως οι ίδιοι κύκλοι χαιρετίζουν την ανάμειξη του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών στα μειονοτικά ζητήματα, λες και σε αυτήν την περίπτωση νομιμοποιείται να τα αναγάγουμε σε θέματα εξωτερικής πολιτικής μεν, εσωτερικού χαρακτήρα δε.

 

            Κι από την άλλη, είναι οι εντυπώσεις που δημιουργούνται από αυτές τις επισκέψεις και οι αντανακλάσεις τους στην κοινωνία. Είναι η αίσθηση που αφήνουν στην κοινή γνώμη η οποία συνήθως συνοδεύεται με την δαιμονοποίηση της Μειονότητας.

 

Τελευταία, αγαπημένος όρος που τον διαβάζουμε όλο και συχνότερα είναι η εργαλειοποίηση της Μειονότητας. Την ακούσαμε, την διαβάσαμε σε κάθε ευκαιρία, ότι δηλαδή η Τουρκία εργαλειοποιεί την κοινότητα. Κάτι ανάλογα δεν ειπώθηκε σε καμία επίσκεψη ξένου αξιωματούχου άλλου κράτους, όπως για παράδειγμα αμερικανών διπλωματών που επισκέπτονται συστηματικά κάθε χρόνο την περιοχή και εκδηλώνουν ενδιαφέρον για την κατάσταση της Μειονότητας.

 

Είναι λογικό η παρουσία του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών στην Θράκη να επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων, ερμηνειών και αναλύσεων, οι οποίες ξεκινούν από τη στιγμή που αυτή γίνεται γνωστή και συνεχίζονται σε όλη τη διάρκειά της.

 

Στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης χύθηκε πολύ μελάνι για το ότι το πρόγραμμα του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών περιορίστηκε στην Κομοτηνή και δεν επισκέφτηκε την γειτονική Ξάνθη. Αυτό αποδόθηκε στην αντίδραση του Πανελλήνιου Συλλόγου Πομάκων με έδρα την ορεινή Ξάνθη που δυο μέρες πριν την άφιξη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην περιοχή δημοσίευσε μία ανακοίνωση και τον χαρακτήρισε ως ανεπιθύμητο. Δυσκολεύεται να πιστέψει κανείς ότι το πρόγραμμα ενός Υπουργού Εξωτερικών διαμορφώνεται βάσει μιας ανακοίνωσης ενός Συλλόγου, αλλά στην ελληνική κοινή γνώμη, κυρίως σε όσους δεν γνωρίζουν εις βάθος την θρακική πραγματικότητα, έμεινε ίσως η εμφάνιση ενός Προέδρου ενός Συλλόγου που έκανε βόλτα στα κανάλια διατυμπανίζοντας την Ελληνική Πομακική του ταυτότητα και αυτοαποκαλούμενος υπερασπιστής των απανταχού Πομάκων.

 

Η επίσκεψη στο Μειονοτικό Γυμνάσιο και Λύκειο Κομοτηνής, Τζελάλ Μπαγιάρ, δεν λείπει από το πρόγραμμα σχεδόν κανενός Τούρκου αξιωματούχου. Από εκεί ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωσε ότι «Το να έχουν τα παιδιά της τουρκικής μειονότητας εκπαίδευση υπό καλύτερες συνθήκες στη μητρική τους γλώσσα, είναι σημαντικό. Θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε τους συμπατριώτες μας ώστε να λύσουν προβλήματα». Είναι ένα καλό παράδειγμα για να πάμε τη συζήτηση ένα βήμα παρακάτω.

 

Κάθε επίσκεψη Τούρκου κρατικού αξιωματούχου συνοδεύεται με την επίκληση στη Συνθήκη της Λωζάνης από τους Έλληνες πολιτικούς και μη, που καλούνται να σχολιάσουν και να αναλύσουν το πρόγραμμα.

 

Αν θέλουμε ωστόσο να βάλουμε τη Συνθήκη της Λωζάνης στο τραπέζι, θα αναλογιστούμε ότι από εκεί κάπου ξεκινάει και με την επίσημη βούλα η εμπλοκή της Τουρκίας στα μειονοτικά της Θράκης, κάτι αντίστοιχο δηλαδή με τους Ρωμιούς και την εμπλοκή της Ελλάδος. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ιδιαίτερα για την μειονοτική εκπαίδευση, κάθε φορά που ξενίζουν οι δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων στην αυλή του Τζελάλ Μπαγιάρ, ας αναλογιστούμε ότι πέραν την Συνθήκης της Λωζάνης υπήρξαν και διακρατικές συμφωνίες και υπάρχουν ακόμα και σήμερα συναλλαγές μεταξύ των δύο κρατών σε εκπαιδευτικό επίπεδο, είτε αφορά εκπαιδευτικό προσωπικό, είτε εκπαιδευτικά εγχειρίδια, είτε οτιδήποτε άλλο προβλέπεται στη βάση των συμφωνιών.

 

            Το να προσλαμβάνουμε λοιπόν ως προκλητική κάθε επίσκεψη κρατικού αξιωματούχου της Τουρκίας δεν βοηθάει πρωτίστως στο διάλογο που πρέπει να υπάρχει και να εξελίσσεται μεταξύ των δύο χωρών με στόχο την επίλυση των διακρατικών διαφορών που αποτελεί άλλωστε τη βάση για την οικοδόμηση καλών διακρατικών σχέσεων.

 

            Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, σε ότι αφορά την Μειονότητα, και για να μιλήσουμε την γλώσσα της ιστορικής αλήθειας, θα λέγαμε ότι για τους συναισθηματικούς δεσμούς της κοινότητας με την Τουρκία ένας από τους βασικούς υπαίτιους είναι η ελληνική πολιτεία. Δεν είναι αντικείμενο της παρούσας εκπομπής να αναφερθούμε σε όλα εκείνα που ενίσχυσαν τους δεσμούς της κοινότητας με την Τουρκία, αλλά σε μεγάλο βαθμό καλλιεργήθηκαν και ενισχύθηκαν στη βάση του ανεπιθύμητου και του εν δυνάμει εσωτερικού εχθρού που επί δεκαετίες προσλαμβάνονταν τα μέλη της από την πλευρά της πολιτείας. Γενιές ολόκληρες μεγάλωσαν με τον φόβο της εκδίωξης και γενιές ολόκληρες γαλουχήθηκαν με την στήριξη από την πλευρά της μητέρας πατρίδας.

 

            Κάποιοι σχολίασαν ότι το πρόγραμμα του Υπουργού δεν έτυχε της αναμενόμενης συμμετοχής και ανταπόκρισης από την πλευρά της Μειονότητας. Εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, δεν γνωρίζουμε κατά πόσο θα ήταν δόκιμος και εφικτός ο συνωστισμός κόσμου για να χαιρετήσει τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, αλλά το επιχείρημα αυτό πέραν του ότι προσφέρει στην επίσκεψη ένα χαρακτήρα lifestyle επί της ουσίας δεν προσφέρει κάτι άλλο.

 

            Η διπλωματική γλώσσα, ενίοτε και η πολιτική αλλά και η γλώσσα της δημοσιογραφίας, ακολουθούν συγκεκριμένους άγραφους κυρίως κανόνες. Από εκεί και πέρα ωστόσο, είναι η ουσία της πολιτικής, όπως αυτή εκφράζεται μέσω παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών και στην περίπτωσή μας, είναι προς το συμφέρον κάθε πλευράς να είναι καλές οι διακρατικές μας σχέσεις, ο διάλογος να υφίσταται σε μία γόνιμη και αποδοτική βάση και οι εκατέρωθεν μειονότητες να είναι αποδέκτες θετικών πολιτικών πρακτικών, απόρροια αυτών των παρεμβάσεων. Για το λόγο αυτό οι μειονότητες πρέπει να είναι γέφυρες φιλίας και ως τέτοιες να εκλαμβάνονται στις συνειδήσεις του λαού και όσων διαμορφώνουν πολιτικές γιατί όπως λέει και το γνωστό τραγούδι «εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ».  

 



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ