Υψηλή ένταση στον άξονα Άνκαρα-Αθήνας: Αλλάζουν οι ισορροπίες στο Αιγαίο;

O αναλυτής θεμάτων Αμυντικής Βιομηχανίας, Αρντά Μεβλούτογλου, απάντησε στις ερωτήσεις του Σερτάτς Ακσάν της TRT

1941595
Υψηλή ένταση στον άξονα Άνκαρα-Αθήνας: Αλλάζουν οι ισορροπίες στο Αιγαίο;

 

Κλιμακώνεται η ρητορική που ακούγεται από την Τουρκία και την Ελλάδα το τελευταίο διάστημα. Διατυπώνεται δυνατά ότι η πολιτική ισορροπίας των ΗΠΑ έχει διαταραχθεί υπέρ της Αθήνας. Οι ειδικοί αναφέρουν ότι η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί σε νέο «μεγάλο εταίρο» της Ουάσιγκτον στην περιοχή, ενώ πιστεύουν ότι η τρέχουσα εξοπλιστική πολιτική της Αθήνας δεν είναι οικονομικά βιώσιμη.

Η υψηλή ένταση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας οδεύει προς μια διαφορετική κατεύθυνση με τις εκατέρωθεν δηλώσεις που έγιναν το τελευταίο διάστημα. Η απάντηση της ελληνικής πλευράς στο μήνυμα της Άνκαρα «Αν δεν κάτσουν φρόνιμα (θα έρθουμε) ένα βράδυ ξαφνικά» είναι «Έχουμε αεροπορική υπεροχή, θα τους συντρίψουμε».

Ενώ η Άνκαρα αναπτύσσει με δικές της δυνατότητες την εγχώρια/εθνική αμυντική βιομηχανία της και διασχίζει κρίσιμα κατώφλια, η Αθήνα επέλεξε μια διαφορετική κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια. Ποντάρει περισσότερο σε εξοπλισμούς και εντάσσει αρκετά προηγμένα συστήματα στο οπλοστάσιο της. Το 2020 η Ελλάδα δαπάνησε 530 εκατομμύρια ευρώ σε εξοπλισμούς. Το 2021 το ποσό αυτό ξαφνικά ξεπέρασε τα 2,52 εκατομμύρια ευρώ. Πέρυσι το πόσο που δαπανήθηκε ήταν 3,37 δισεκατομμύρια ευρώ.

Μιλήσαμε με τον αναλυτή θεμάτων Αμυντικής Βιομηχανίας, Αρντά Μεβλούτογλου, για τις τελευταίες εξελίξεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, το πως φαίνεται η εικόνα από το νατοϊκό και αμερικανικό «παράθυρο» και τον πιθανό οδικό χάρτη της Άνκαρα.

Από την ένταξη στο ΝΑΤΟ και μετά υπάρχει μια ισορροπία

Πρόσφατα ο υπουργός Εξωτερικών είχε πει, «Οι ΗΠΑ είχαν μια πολιτική εξισορρόπησης. Άρχισε να διαταράσσεται η ισορροπία στις σχέσεις τους με την Τουρκία και την Ελλάδα».

Ρωτάμε τον Αρντά Μεβλούτογλου για αυτό το θέμα… Μας απαντά ότι μετά την ένταξη τους στο ΝΑΤΟ το 1952 και οι δυο χώρες έχουν εξοπλίσει το στρατό τους σχεδόν εξολοκλήρου με αμερικανική βοήθεια.

«Στους εξοπλισμούς, τα όπλα και την χρηματική βοήθεια που προσέφεραν στην Τουρκία και την Ελλάδα, οι ΗΠΑ τήρησαν ορισμένα κριτήρια έχοντας υπόψη και τον περιφερειακό ανταγωνισμό», λέει ο Μεβλούτογλου. Δόθηκαν ίδια ή παρόμοια οπλικά συστήματα εντός συγκεκριμένου αριθμητικού ορίου, αναφέρει, και δίνει το εξής παράδειγμα ειδικότερα για τις πολεμικές αεροπορίες:

«Και οι δύο χώρες έχουν λάβει περίπου την ίδια χρονική περίοδο τα F-104 Starfighter, F-102 Delta Dagger, F-4E Phantom II και F-16 Fighting Falcon.»

Η αναλογία 7 προς 10 έχει ανατραπεί

Δεν είναι μυστικό ότι οι ΗΠΑ διατηρούσαν μια ισορροπία που είναι γνωστή στο κοινό ως «αναλογία 7 προς 10», στη βοήθεια όπλων που χορηγούσε στην Τουρκία και την Ελλάδα. Η αναλογία αυτή προέκυψε με τη διαπίστωση και τη σύγκριση της ποσότητας των στρατιωτικών βοηθειών που χορηγήθηκαν στις δυο χώρες μετά το 1947, από τον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Μετά την Ειρηνευτική Επιχείρηση Κύπρου το 1974, ο Καραμανλής έθεσε αυτή την αναλογία ως διαπραγματευτικό χαρτί στο τραπέζι, υπενθυμίζει ο Αρντά Μεβλούτογλου. Σημειώνει ότι η αναλογία απέκτησε σάρκα και οστά με το έγγραφο «Αρχές για τη μελλοντική αμυντική συνεργασία ΗΠΑ-Ελλάδας» της 15ης Απριλίου 1976, ύστερα από έντονες διπλωματικές πιέσεις.

«Η Τουρκία αντέδρασε, αλλά στην πράξη η αναλογία 7 προς 10 συνεχίστηκε», λέει ο Μεβλούτογλου.

«Με την επανίδρυση της αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και ειδικότερα την ανάπτυξη της παραγωγικής ικανότητας της μετά την δεκαετία του ’90, μειώθηκε με γοργούς ρυθμούς η στρατιωτική βοήθεια που λάμβανε από τις ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής αυτής της αναλογίας εξισορρόπησης στην πράξη.

Ωστόσο, οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις έχουν χαλάσει ταχέως τα τελευταία χρόνια λόγω ζητημάτων όπως η PYD/PKK, η Ανατολική Μεσόγειος, τα S-400 και τα F-35 καθώς και ο αρχηγός της FETÖ. Κατά τη διαδικασία αυτή της επιδείνωσης των σχέσεων, η Ελλάδα εκμεταλλεύτηκε καλά τα παράθυρα ευκαιρίας που δημιούργησαν τα περιφερειακά ζητήματα ασφαλείας και με γοργούς ρυθμούς ανέπτυξε τις σχέσεις της με περιφερειακούς παίκτες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Ιταλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα καθώς επίσης και με μεγάλες εκτός περιοχής δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία.

Επί διακυβέρνησης Τραμπ, η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Ουάσιγκτον-Αθήνας ενισχύθηκε. Η Ελλάδα κατέστη βασικός εταίρος των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Αντανάκλαση αυτής της κατάστασης στην πολεμική αεροπορία μπορεί να θεωρηθεί ο εκσυγχρονισμός των ελληνικών F-16 σε επίπεδο F-16V, τα ελικόπτερα ένοπλης αναγνώρισης OH-58D, τα θετικά σημάδια για την προμήθεια F-35 και η αύξηση των κοινών ασκήσεων και εκπαιδεύσεων.»

Οι χώρες στις οποίες οι ΗΠΑ δίνουν F-35 δείχνουν μια νέα πραγματικότητα;

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της έντασης με την Ελλάδα και στην ουσία με τις ΗΠΑ στο παρασκήνιο, είναι το θέμα των F-35. Ο Αρντά Μεβλούτογλου χαρακτηρίζει «αιχμή του δόρατος» αυτή την κρίση.

Ως γνωστόν, το F-35 είναι μια πλατφόρμα που προσφέρει προηγμένες ικανότητες και τεχνολογικό άλμα, που οι ΗΠΑ μοιράζονται με τους στενούς συμμάχους τους. Αν και εμείς προσπαθούμε να αναγνώσουμε τη διαδικασία με βάση την πλατφόρμα, ο Μεβλούτογλου υποδεικνύει ένα πολύ πιο διαφορετικό και εξαιρετικά κρίσιμο σημείο.

«Αυτό το αεροπλάνο αποτελεί το κονίαμα του μεταμοντέρνου Ατλαντικού Τείχους που χτίζεται πάνω σε μια γραμμή που ξεκινάει από το πιο βόρειο σημείο της Ευρώπης, την Νορβηγία και την Φινλανδία και εκτείνεται στην Πολωνία, τη Γερμανία και την Τσεχία και, στο εγγύς μέλλον, στην Ελλάδα και στη βάση Ακρωτηρίου στο νότο.

Στο σημείο αυτό αξίζει να προσθέσουμε ότι και η Ρουμανία ετοιμάζεται να αγοράσει F-35 μεσοπρόθεσμα. Επομένως, η προμήθεια F-35 είναι πάρα πολύ σημαντική για την Ελλάδα, όχι μόνο για να αποκτήσει αεροπορική υπεροχή έναντι της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά ταυτόχρονα και ως προς τη γεωστρατηγική της θέση.»

Είναι πιθανό ένα «τετελεσμένο»;

Προτού περάσουμε στο «αεροπορικό» ισοζύγιο μεταξύ Αθήνας και Άνκαρα, ρωτήσαμε τον Μεβλούτογλου για την προειδοποίηση που διατυπώνει συχνά ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, ότι «δεν θα επιτρέψουν ένα τετελεσμένο στο θέμα της Ελλάδας».

Ορισμένοι κύκλοι υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν θα αποτολμήσει μια μακροχρόνια θερμή σύγκρουση με την Τουρκία, ωστόσο θα είναι εκείνη που θα πυροβολήσει πρώτη σε κατάλληλο περιβάλλον και ύστερα θα διατηρήσει τη θέση της μετά την παρέμβαση των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Ο Αρντά Μεβλούτογλου δίνει μια σύντομη αλλά ξεκάθαρη απάντηση.

«Υπό τις συνθήκες αυτού του κλίματος στα επόμενα 5-7 χρόνια, θεωρώ υψηλό τον κίνδυνο η Ελλάδα, βασιζόμενη στις ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές σχέσεις με τη Δύση και την εκσυγχρονισμένη ναυτική και αεροπορική της ισχύ, να τολμήσει ένα σενάριο που μπορεί να έχει σύντομη διάρκεια αλλά να δώσει τη μέγιστη ζημιά και θα δείξει την Τουρκία ως επιθετική ή ένοχη στο διεθνές περιβάλλον.»

Πως η Ελλάδα θα διατηρήσει οικονομικά την τρέχουσα κατάσταση;

Τα αμυντικά κονδύλια της Ελλάδας απασχολούν συχνά την τουρκική κοινή γνώμη.  Σχεδόν το ίδιο ισχύει και τώρα. Αυτή η ρητορική κατά βάση υποστηρίζει ότι τα εξοπλιστικά προγράμματα της κυβέρνησης των Αθηνών που κοστίζουν τόσο μεγάλα χρηματικά ποσά σύντομα θα μετατραπούν πάλι σε μια πολύ σοβαρή οικονομική κρίση.

Ο Μεβλούτογλου ανοίγει το θέμα «της Ελλάδας που βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και γλίτωσε» με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2011, που όλοι μας γνωρίζουμε από κοντά. Υπενθυμίζει ότι μετά την Κρίση Κάρντακ (Ίμια) το 1996, η Ελλάδα επιδόθηκε σε ένα πολύ εντατικό και θεαματικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, με την κατάχρηση και των οικονομικών δυνατοτήτων που παρείχε η ΕΕ.

Κατά την φρενίτιδα αυτή που κράτησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, προμηθεύτηκε μεγάλο αριθμό όπλων και εξοπλισμών από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία. «Ωστόσο, η αγορά αυτών των συστημάτων επιβάρυνε αρκετά τον προϋπολογισμό και αύξησε περαιτέρω τα προβλήματα συντήρησης που είχαν ήδη χρόνιο χαρακτήρα. Παρατηρούμε μια παρόμοια κατάσταση στις εξοπλιστικές δράσεις και τα τελευταία χρόνια», ανέφερε ο Μεβλούτογλου.

Προειδοποιεί εξάλλου ότι αν και το κόστος χρηματοδότησης «αρχικής αγοράς» είναι χαμηλό με τη βοήθεια της πολιτικής συγκυρίας, το κόστος συντήρησης και επιμελητείας των συστημάτων που αγοράστηκαν, μακροπρόθεσμα θα επιβαρύνει σημαντικά την ελληνική οικονομία. Και προσθέτει ότι η Αθήνα έχει εισέλθει σε έναν φαύλο κύκλο και έχει αυξήσει ακόμα περισσότερο την εξάρτηση της από το εξωτερικό.

Είναι πιθανή μια στροφή από τις ΗΠΑ προς τη Μεγάλη Βρετανία;

Αφού κοιτάξαμε τη πλευρά του νομίσματος που αφορά την Ελλάδα, συνεχίζουμε την κουβέντα με τον Αρντά Μεβλούτογλου γυρνώντας την άλλη όψη για να δούμε την πλευρά της Τουρκίας. Όχι, δεν το κάνουμε με μια ρηχή ανάγνωση με βάση τον αριθμό των αεροσκαφών μεταξύ των δυο χωρών.

Αυτό που θέλουμε να μάθουμε ουσιαστικά είναι το θέμα της Μεγάλης Βρετανίας που ακούμε συχνά τον τελευταίο καιρό. Παρατηρούμε μια έντονη κινητικότητα στον άξονα Άνκαρα-Λονδίνου, ενίοτε όσον αφορά το θέμα του αεριωθούμενου κινητήρα, κάποιες άλλες φορές για το πολεμικό αεροσκάφος και πρόσφατα για τις φρεγάτες.

Δεν είναι μυστικό ότι οι ΗΠΑ προωθούν ως εταίρο τους την Ελλάδα αντί της Τουρκίας. Ορμώμενος από αυτές τις εξελίξεις ρωτάμε τον Αρντά Μεβλούτογλου αν η «Τουρκία μπορεί να κάνει στροφή στη Βρετανία για στρατηγική εταιρική σχέση».

Ο αναλυτής θεμάτων Αμυντικής Βιομηχανίας σημείωσε τα εξής:

«Τα F-16 για τα οποία υπεγράφη συμβόλαιο το 1983 και άρχισαν να τίθενται σε υπηρεσία μετά το 1987, είναι αεροσκάφη που συνιστούν τον βασικό άξονα της τουρκοαμερικανικής στρατιωτικής και στρατηγικής συνεργασίας. Μετά από ακριβώς 40 χρόνια τα F-16 βρίσκονται για άλλη μια φορά στο επίκεντρο των τουρκοαμερικανικών σχέσεων. Είναι προφανές ότι χρειάζεται ένας «επαναπροσδιορισμός» ή «επαναρρύθμιση» των σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών. Πιθανότατα η τύχη της πώλησης των F-16V θα εξαρτηθεί από το πως θα γίνει αυτός ο επαναπροσδιορισμός.

Η αγορά αεριωθούμενου αεροσκάφους Typhoon από τη Βρετανία στο πλαίσιο επείγουσας ανάγκης, μπορεί να καθορίσει την πορεία που θα ακολουθήσουν οι στρατιωτικές και κατά συνέπεια οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών, ανάλογα με το πως θα γίνει αυτή η αγορά.

Λόγου χάρη, εάν αυτή η αγορά περιοριστεί σε μεταχειρισμένα αεροσκάφη, ο αντίκτυπος θα είναι μικρότερης έκτασης. Ωστόσο, αν τα νέα Typhoon αγοραστούν λόγου χάρη με ένα πρόγραμμα που απαιτεί μακροχρόνια συνεργασία στην αμυντική βιομηχανία, όπως εγχώρια συναρμολόγηση ή ενσωμάτωση εθνικών πυρομαχικών και συστημάτων, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Αυτό μπορεί να αποτελέσει αφορμή για την εμβάθυνση των σχέσεων Τουρκίας-Βρετανίας. Αναμφίβολα το κόστος, η διάρκεια και η γεωπολιτική επιρροή μιας τέτοιας αλλαγής θα είναι αξιοσημείωτης κλίμακας.»

 



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ