Άποψη - Ούριος άνεμος στις σχέσεις Τουρκίας-Ελλάδας;
Οι διοικήσεις του Προέδρου Ερντογάν και του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη που κατήγαγαν θρίαμβο στις εκλογές, δείχνουν αποφασισμένες να προχωρήσουν τις σχέσεις των δύο χωρών πολύ πιο πέρα από το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται
Άρθρο του Καθ. Δρ. Ταρίκ Ογουζλού στο Πρακτορείο Anadolu για τη συνάντηση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, με τον Έλληνα ομόλογο του, Γιώργο Γεραπετρίτη, τα συμπεράσματα της συνάντησης και τις διμερείς σχέσεις μέσα από την οπτική της Δύσης.
***
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Γιώργος Γεραπετρίτης, επισκέφθηκε προχθές τον υπουργό Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, οι οποίοι συναντήθηκαν στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους τον περασμένο Ιούλιο, θα ξανασυναντηθούν μέσα στον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη και, εάν όλα πανέ καλά, τον Δεκέμβριο στη Θεσσαλονίκη.
Οι ηγέτες των δυο χωρών αναμένεται να έχουν μια εφ’ όλης της ύλης συνάντηση στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Παρομοίως, η ατζέντα του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας που θα συνεδριάσει στη Θεσσαλονίκη θα περιέχει θέματα που ενδιαφέρουν από κοντά τις σχέσεις των δυο χωρών. Ενόψει αυτών των δυο σημαντικών συναντήσεων, βλέπουμε τους υπουργούς Εξωτερικών της Τουρκίας και της Ελλάδας να συναντιούνται και να κάνουν προετοιμασίες.
Διπλωματία του συρτακιού στην ενταξιακή διαδικασία στην ΕΕ
Η ανθρωπιστική βοήθεια που παρείχε η Ελλάδα στην Τουρκία μετά τον καταστροφικό σεισμό στις αρχές της χρονιάς και η αλληλοϋποστήριξη στην κατάσβεση των πυρκαγιών που σημειώθηκαν κατά την τρέχουσα καλοκαιρινή περίοδο, δημιούργησαν ένα ψυχολογικό περιβάλλον που θα καθιστούσε εφικτές τις συνομιλίες μεταξύ Αθήνας και Άνκαρα.
Μια παρόμοια κατάσταση είχε προκύψει κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Μετά τους σεισμούς που σημειώθηκαν ξεκίνησε μια διαδικασία μεταξύ των δυο χωρών που ονομάζεται «διπλωματία του συρτακιού» και η Ελλάδα είχε υποστηρίξει την απόφαση να ανακηρυχθεί η Τουρκία υποψήφια προς ένταξη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ακόμη και τότε, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια Τουρκία που θα έστρεφε το πρόσωπο της προς την Ευρώπη θα ήταν συμβατή με τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας. Θεωρήθηκε επίσης ότι η Τουρκία θα ολοκλήρωνε πιο εύκολα την ενταξιακή διαδικασία στην ΕΕ που ήθελε να έχει επιτυχή κατάληξη, με την υποστήριξη της γείτονας της Ελλάδας. Είναι δύσκολο να πούμε αν βρισκόμαστε ή όχι ακριβώς σε μια παρόμοια κατάσταση αυτή τη στιγμή.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το ενδεχόμενο ενός ούριου ανέμου στις τουρκοελληνικές σχέσεις αυτές τις μέρες που η Τουρκία προσεγγίζει περισσότερο τη Δύση. Λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν και στις δύο χώρες, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν η Τουρκία και η Ελλάδα θα ήταν μια τεταμένη σχέση που ενέχει την πιθανότητα μετατροπής σε ένοπλη σύρραξη.
Θετική η στάση της Δύσης
Οι διοικήσεις του Προέδρου Ερντογάν και του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη που κατήγαγαν θρίαμβο στις εκλογές που διεξήχθησαν στο πρώτο εξάμηνο του 2023, δείχνουν αποφασισμένες να προχωρήσουν τις σχέσεις των δύο χωρών πολύ πιο πέρα από το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται. Η προσπάθεια που καταβάλλει η τουρκική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια για τη βελτίωση των σχέσεων με τις χώρες της περιοχής, περιλαμβάνει αναμφίβολα και τις σχέσεις Τουρκίας-Ελλάδας.
Πιθανές βελτιώσεις στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας ενδέχεται να επηρεάσουν θετικά τη διαδικασία σε ό,τι αφορά τα πολεμικά αεροσκάφη F-16 που η Τουρκία ελπίζει να προμηθευτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το κλίμα σταθερότητας και συνεργασίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αναμφίβολα θα έχει θετική αντανάκλαση στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Πράγματι, οι χώρες της ΕΕ και οι ΗΠΑ φαίνεται να υποστηρίζουν την προσέγγιση στις τουρκοελληνικές σχέσεις.
Τι συζητήθηκε;
Στη συνάντηση, οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών αποφάσισαν να εκκινήσουν οι διερευνητικές συνομιλίες, οι οποίες είχαν να διεξαχθούν πολύ καιρό. Φαίνεται να έχει επιτευχθεί μια συναίνεση για την εξεύρεση λύσης στα ζητήματα στο Αιγαίο μέσω της διπλωματίας και του διεθνούς δικαίου που θα προασπίζει τα συμφέροντα και των δύο πλευρών. Ομοίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δόθηκε υποστήριξη και στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος.
Όλοι βλέπουν ότι τα προβλήματα μεταξύ των μερών είναι χρόνια και δεν μπορούν να επιλυθούν εύκολα. Παρ’ όλα αυτά, σε μια περίοδο που αυξάνεται η περιφερειακή αστάθεια, γίνεται αισθητό ότι η Τουρκία και η Ελλάδα είναι αποφασισμένες να ανοίξουν σιγά-σιγά ένα παράθυρο για μια μόνιμη λύση στα μεταξύ τους ζητήματα. Μεταξύ των προγραμματισμένων στόχων βρίσκονται η αύξηση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, η αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης στο Αιγαίο στο πλαίσιο μιας κοινής λογικής, πιο στενή συνεργασία σε ζητήματα όπως οι δασικές πυρκαγιές που προκαλεί η κλιματική κρίση, η αύξηση των τουριστικών δραστηριοτήτων μεταξύ των δύο χωρών και πιο στενή συνεργασία κατά της τρομοκρατίας. Η Τουρκία ζητάει περισσότερη συνεργασία από τη γείτονα της την Ελλάδα στην καταπολέμηση τρομοκρατικών οργανώσεων όπως η FETÖ, η PKK και η DHKP-C. Αυτό το αίτημα είναι αρκετά κατανοητό, δεδομένου ότι οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ από το 1952 και ότι η καταπολέμηση κάθε μορφής τρομοκρατίας αποτελεί έναν από τους πρωταρχικούς στόχους της συμμαχίας στο πλαίσιο της διαδικασίας μετασχηματισμού του ΝΑΤΟ.
Πέραν αυτών, αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί συνάντηση των υφυπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών στην Ελλάδα τον Οκτώβριο για να συζητήσουν την πρόοδο που έχει σημειωθεί στο πλαίσιο του «Κοινού Σχεδίου Δράσης».
Η Τουρκία και η Ελλάδα είναι δύο σημαντικές χώρες που ζουν στην ίδια περιοχή και οι οποίες επηρεάζουν η μία τη μοίρα της άλλης. Αν και η επίτευξη διενηκούς ειρήνης που αποτελεί μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο στόχο, επηρεάζεται από τις γεωπολιτικές εντάσεις που βιώνονται σε συστημικό επίπεδο και από το περιβάλλον ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, αυτό που πρέπει να κάνουν η Άνκαρα και η Αθήνα είναι να προσεγγίσουν τα προβλήματα τους από την προοπτική των «γειτόνων» και να μην αποτελέσουν μέρος των στρατηγικών παιχνιδιών μη περιφερειακών παικτών. Αυτή η συνείδηση έχει αρχίσει να γίνεται ορατή στην Τουρκία εδώ και καιρό. Ας ελπίσουμε ότι θα μπορέσουμε να αρχίσουμε να τη βλέπουμε και στη γείτονα μας την Ελλάδα το συντομότερο δυνατό.
***
Ο Καθ. Δρ. Ταρίκ Ογουζλού είναι μέλος του Διδακτικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου Αϊντίν της Ιστάνμπουλ.
Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τη συντακτική πολιτική του Πρακτορείου Anadolu.