Οι τουρκο-αμερικανικές σχέσεις την περίοδο του Μπάιντεν.

Μια ανάλυση του καθηγητή Μουράτ Γιεσίλτας, διευθυντή Ερευνών Ασφαλείας στη SETA

1579285
Οι τουρκο-αμερικανικές σχέσεις την περίοδο του Μπάιντεν.

 

              

Ο Μπάιντεν ο οποίος ανέλαβε το αξίωμα με τον στόχο να συστήσει το πιο προοδευτικό υπουργικό συμβούλιο της αμερικανικής ιστορίας, μας δείχνει πως είμαστε αντιμέτωποι με μια αρκετά διαφορετική περίοδο από εκείνη της κυβέρνησης του Τραμπ. Είτε αν κοιτάξουμε σε συμβολικό επίπεδο, είτε από την άποψη των πρώτων ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν φαίνεται πως ο Μπάιντεν έχει μια τελείως αντίθετη νοοτροπία με εκείνη της κυβέρνησης του Τραμπ. Το γεγονός αυτό φαίνεται πιο ξεκάθαρα ειδικά στην επιλογή του υπουργικού συμβουλίου.  Με το υπουργικό συμβούλιο του το οποίο κατά πλειοψηφία αποτελούνταν από λευκούς, άντρες και Προτεστάντες ο  Τραμπ είχε αναλάβει τα καθήκοντά του ανοίγοντας πόλεμο στην κατεστημένη τάξη. Επρόκειτο για μια κυβέρνηση Τραμπ η οποία εξασθένισε τη δύναμη πολλών θεσμών, δυσκολεύονταν να κάνει υψηλόβαθμους διορισμούς και δεν ήταν πολύ πετυχημένη στο θέμα της εφαρμογής κυρίως των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής καθώς αναγκάστηκε να δουλέψει με πολλούς διαφορετικούς υπουργούς στο ίδιο υπουργείο.     

Ενώ ο Μπάιντεν πέρα από το γεγονός ότι αποκατέστησε την κατεστημένη τάξη, έκανε ένα γρήγορο ξεκίνημα με τα ονόματα του υπουργικού συμβουλίου και τα σχέδια που θα πραγματοποιήσουν τις προοδευτικές και δημοκρατικές υποσχέσεις του. Ενώ η κυβέρνηση του Τραμπ υπερηφανεύονταν με την εξασθένιση των θεσμών μη κάνοντας πολλούς υψηλόβαθμους πολιτικούς διορισμούς, η πραγματοποίηση πάνω από 1000 διορισμών στις πρώτες 10 ημέρες από τον Μπάιντεν σχολιάστηκε ως ένα σημαντικό σήμα. Οι γρήγορες εξελίξεις αυτές δείχνουν πως η κυβέρνηση του Μπάιντεν θα πάρει στα σοβαρά την υπόθεση. Φαίνεται πως οι πρώτες 100 ημέρες του Μπάιντεν ο οποίος πήρε και την υποστήριξη των ΜΜΕ θα περάσουν άνετες.   

Το κλιμάκιο εξωτερικής πολιτικής του Μπάιντεν είναι εξαιρετικά σημαντικό αν ληφθεί υπόψη η βαρύτητα των περιφερειακών και διεθνών ζητημάτων. Ειδικά το γεγονός ότι ο υπουργός Εξωτερικών Μπλίνκεν υπήρξε συνεργάτης του Μπάιντεν για πολλά χρόνια, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν είναι ένα όνομα κοντά στον Μπλίνκεν και ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν είναι ένας στρατιωτικός τον οποίο γνωρίζει από κοντά ο Μπλίνκεν από το Ιράκ αποτελούν παράδειγμα σε αυτό. Τα άτομα αυτά αναδεικνύονται κυρίως με το προφίλ «άντρα του καθήκοντος» παρά με μια νοοτροπία εξωτερικής πολιτικής που έχει ταυτιστεί με το δικό τους όνομα. Σε περίπτωση που ληφθεί υπόψη και η δική του καριέρα του Μπάιντεν στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής φαίνεται σαφέστατα πως θέλει να συνεργαστεί πιο αρμονικά με το δικό του κλιμάκιο. Στο σημείο αυτό έρχεται στο νου το ερώτημα το πως θα διαμορφωθούν οι σχέσεις του Μπάιντεν και του κλιμακίου του με την Τουρκία σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική.  

Στη πρώτη ματιά φαίνεται πως το κλιμάκιο εξωτερικής πολιτικής του Μπάιντεν γνωρίζουν καλά τα ζητήματα σχετικά με την Τουρκία.  Η  Ρωσία,  η Συρία, η Ανατολική Μεσόγειος, το ΝΑΤΟ, τα S-400 και το Ιράν είναι από τα ζητήματα αυτά. Τα ονόματα αυτά προς το παρόν δεν προέβησαν σε δηλώσεις πως είναι υπέρ της «αυστηρότητα» στις σχέσεις με την Τουρκία. Μάλιστα αν κοιτάξουμε τον τόνο και τις λεπτομέρειες των δηλώσεων μέχρι σήμερα σχετικά με την Τουρκία θα δούμε πως παρατηρείται μια αντίληψη που δικαιολογεί τις πολιτικές των ΗΠΑ και θέλει να συνεργαστεί με τη νατοϊκή σύμμαχο της. Είναι γνωστό ότι ο Μπλίνκεν ο οποίος επισκέφτηκε μαζί με τον Μπάιντεν την Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας μετά την 15η Ιουλίου, το 2017 είχε προτείνει στον Τραμπ να εξοπλίσουν την YPG.

Ο τόνος του Μπλίνκεν ο οποίος περιέγραψε ως «απαράδεκτο» το γεγονός ότι η Τουρκία αγόρασε τη S-400 από τη Ρωσία κατά την συνεδρίαση στη Γερουσία, αντιλήφθηκε ως μια κίνηση για την ικανοποίηση της αντι-τουρκικής ατμόσφαιρας στο Κογκρέσο.  Το γεγονός ότι στην ίδια συνεδρίαση αναφέρθηκε  στην Τουρκία ως «δήθεν» σύμμαχος έδινε ιδέες σχετικά με τον τόνο του σε ό,τι αφορά την Τουρκία. Αλλά και πάλι το γεγονός ότι ο Μπλίνκεν δεν επικοινώνησε με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών δείχνει πως στο μέτωπο της Ουάσιγκτον επικρατεί μια προσεκτική ατμόσφαιρα. Ένα παράδειγμα του παρόμοιου αρνητικού τόνου αποτέλεσε το γεγονός ότι στις δηλώσεις που προέβη ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Σάλιβαν μετά το πέρας μιας συνάντησης του με τους Ευρωπαίους ομολόγους του αναφέρθηκε στην Τουρκία μαζί με την Κίνα ως ένα ζήτημα «κοινής ανησυχίας» που πρέπει να εργαστούν πάνω του μαζί με την Ευρώπη.  Η τελευταία τηλεφωνική συνομιλία που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στον Μπλίνκεν και τον Ιμπραχίμ Καλίν δεν φαίνεται να έχει διαλύσει τελείως αυτή την αβέβαιη ατμόσφαιρα.

Το κλιμάκιο εξωτερικής πολιτικής το οποίο προς το παρόν φαίνεται να χρησιμοποιεί μια απόμακρη και κρύα ρητορική απέναντι στην Τουρκία, φαίνεται πως αναφορικά με τα συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα όπως π.χ. Συρία, YPG, S-400, FETÖ, Ανατολική Μεσόγειος, Λιβύη θα εφαρμόσουν εν τέλει τις πολιτικές του Μπάιντεν. Αλλά από τώρα έγινε κατανοητό πως ο τόνος αυτός δεν θα λειτουργήσει εποικοδομητικά στο θέμα της διαχείρισης των προβληματικών πεδίων στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις. Η κυβέρνηση του Μπάιντεν σε περίπτωση που υιοθετήσει μια αντίληψη εξωτερικής πολιτικής που αποτελείται από το μείγμα των κυβερνήσεων του Ομπάμα και του Τραμπ, η οποία ασαφής και δεν έχει στρατηγική μπορεί να μην είναι δυνατό να υπάρξει εξομάλυνση στις διμερείς σχέσεις.

 


Λέξεις-κλειδιά: #Μπάιντεν

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ