Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (15-2021)

Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της Μειονότητας και τα πολιτικά κόμματα

1628846
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης (15-2021)

 

 

 

Οι δηλώσεις της Μαρίας Γιαννακάκη, της πρώην Γενικής Γραμματέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε διαδικτυακό πάνελ για τα μειονοτικά σωματεία θα μας απασχολήσουν και στη σημερινή μας εκπομπή. Κι αυτό γιατί δεν συμβαίνει συχνά πολιτικά πρόσωπα και μάλιστα, πρόσωπα που σε κάποια περίοδο της πολιτικής τους καριέρας ήταν επιφορτισμένα με το να σχεδιάζουν, να διαμορφώνουν και να υλοποιούν πολιτικές έναντι της Μειονότητας, να αναφέρονται δημόσια στα πολιτικά γεγονότα, τις διεργασίες, αλλά και το παρασκήνιο που οδήγησε σε αποφάσεις και πρωτοβουλίες καθοριστικές για το μέλλον της ζωής της κοινότητας.

 

Αναφερόμενη στην γνωστή με το όνομα «τροπολογία Κοντονή» του 2017 σχετικά με τις αποφάσεις του ευρωπαϊκού δικαστηρίου και το δικαίωμα επαναπροσφυγής στα ελληνικά δικαστήρια, η τότε Γενική Γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετέφερε και το εξής περιστατικό: «Δηλαδή, όταν αναγκάστηκαν οι δικοί μας μειονοτικοί βουλευτές να μην ψηφίσουν και αναφέρω τον Μουσταφά Μουσταφά που ήρθε στα υπουργικά, μου φίλησε το χέρι και μου είπε κορίτσι μου, θα με καταλάβεις, δεν μπορώ να το ψηφίσω αυτό το πράγμα, θα γυρίσω πίσω, θα πρέπει να αφήσω όλη μου την ιστορία».

 

            Το 2017 στη διακυβέρνηση της χώρας βρισκόταν το πολιτικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με το κόμμα των ΑΝΕΛ. Ο Μουσταφά Μουσταφά μαζί με τον Αϊχάν Καραγιουσούφ και τον Χουσεΐν Ζεϊμπέκ ήταν εκλεγμένοι βουλευτές με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η στιχομυθία που είχε η Μαρία Γιαννακάκη με τον βουλευτή Μουσταφά Μουσταφά και την αποκάλυψε η ίδια είναι ενδεικτική. «Θα πρέπει να αφήσω όλη μου την ιστορία» της είπε, αν ψήφιζε την τροπολογία, μία τροπολογία που έφερε στη Βουλή το κόμμα στο οποίο ανήκε και το κόμμα που βρισκόταν στη διακυβέρνηση της χώρας. 

 

            Κι όχι μόνο αυτό, αλλά το κόμμα που εκείνη την περίοδο είχε τρεις εκλεγμένους μειονοτικούς βουλευτές κι όπως όλα δείχνουν, δεν ζητήθηκε η γνώμη κανενός. Δηλαδή, σχεδιάστηκε, διαμορφώθηκε, ήρθε στη Βουλή και οι μειονοτικοί βουλευτές ήρθαν σε μία εξαιρετικά άβολη πολιτική θέση πιεσμένοι να εκφράσουν την αντίθεσή τους σε μία τροπολογία που εισηγήθηκε και παρουσίασε το κόμμα με το οποίο εκλέχθηκαν.

 

            Η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων επιτάσσει την συναίνεση των βουλευτών στις θέσεις του κόμματος, αν μη τι άλλο σε νομοσχέδια και τροπολογίες που φέρνει προς ψήφιση στη Βουλή. Κομματική πειθαρχία λέγεται και είναι κατά μία έννοια άγραφος νόμος αναφορικά με την εύρυθμη λειτουργία των κομμάτων.

 

            Το περιστατικό με την τροπολογία και τους μειονοτικούς βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πρωτόγνωρο. Πολλές φορές οι εκλεγμένοι βουλευτές της Μειονότητας κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στην κομματική πειθαρχία και τις θέσεις της Μειονότητας και βρέθηκαν αντιμέτωποι με μία σύγκρουση ταυτοτήτων, από τη μία μεριά του ρόλου τους ως βουλευτές σε ένα κόμμα και από την άλλη, της ιδιότητας τους ως μέλη της Μειονότητας. 

 

            Τον Φεβρουάριο του 2007 η τότε Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατέθεσε υπουργική τροπολογία για την πρόσληψη 240 ιεροδιδασκάλων στην Θράκη. Μοναδικός μειονοτικός βουλευτής εκείνη την κοινοβουλευτική περίοδο ήταν ο Ιλχάν Αχμέτ ο οποίος δεν τοποθετήθηκε μέσα στο Κοινοβούλιο και επέλεξε τη σιωπή.

 

            Το 2013 νέα τροπολογία για το θέμα των ιμάμηδων εισηγείται από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ που συγκυβερνούσαν τη χώρα μαζί με το πολιτικό κόμμα της ΔΗΜΑΡ. Με αυτήν δόθηκε η δυνατότητα να προσλαμβάνονται οι ιεροδιδάσκαλοι για τη διδασκαλία του Κορανίου στα τεμένη της Θράκης. Βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ ήταν ο Αχμέτ Χατζηοσμάν ο οποίος εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του με την τροπολογία που εισηγήθηκε το κόμμα του και ο ίδιος τοποθετήθηκε καταψηφίζοντάς την. Ο  Χατζηοσμάν ανέφερε ανάμεσα σε άλλα ότι «Ως βουλευτή της μειονότητας δεν ζήτησαν τη γνώμη μου. Θα κάνει τεράστια ζημιά».

 

            Κι αυτά είναι λίγα παραδείγματα από τις φορές που ένας μειονοτικός βουλευτής βρέθηκε σε καταστάσεις εξαιρετικής πίεσης στην άσκηση των κοινοβουλευτικών του καθηκόντων, ερχόμενος σε ευθεία αντιπαράθεση με το κόμμα του, συνήθως και με το σύνολο των συναδέλφων του εντός του Κοινοβουλίου.

           

Προεκλογικά τα πολιτικά κόμματα φλερτάρουν με μέλη της Μειονότητας που χαίρουν ευρείας αποδοχής από την κοινότητα. Ο λαός της Μειονότητας αποτελεί μία υπολογίσιμη δεξαμενή ψήφων στη Θράκη στην οποία προσβλέπουν όλα τα πολιτικά κόμματα. Εκείνη την περίοδο λοιπόν δημιουργείται η εντύπωση στους υποψηφίους ότι όλα κινούνται γύρω από την Μειονότητα και ότι τα εκάστοτε πολιτικά κόμματα θα επιδείξουν έντονο ενδιαφέρον στην κατεύθυνση επίλυσης των μειονοτικών ζητημάτων.

 

Μετεκλογικά η εικόνα αντιστρέφεται. Το ενδιαφέρον εστιάζεται αλλού και πολλές φορές αυτή η ιστορία καταλήγει, όπως είδαμε στην προηγούμενη εκπομπή, να νομοθετούνται διάφορα ζητήματα χωρίς καν να ζητηθεί η γνώμη των μειονοτικών βουλευτών που ανήκουν στα κόμματα που εισηγούνται τους νόμους.

 

Η επιλογή ωστόσο συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα, ανεξάρτητα από το πλαφόν 3% που καθιστά απαγορευτική την είσοδο στη Βουλή ανεξάρτητων υποψηφίων ή πολιτικών κομμάτων, είναι μία δημοκρατική κατάκτηση και μία ορθή πολιτική επιλογή διότι ενισχύει πολιτικές συμπερίληψης και ενσωμάτωσης σε πολιτικούς σχηματισμούς που έχουν δύναμη και εξουσία ώστε να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν τις πολιτικές εξελίξεις.  

 

            Ο θεσμικός τους ρόλος, όντας εκλεγμένοι βουλευτές, είναι ένα δικαίωμα που αφορά το σύνολο της κοινότητας και έχει να κάνει με την δημοκρατική εκπροσώπησή της και με το να ακούγεται η φωνή της σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, αλλά και με έναν διαρκή αγώνα  για την κατάκτηση των δικαιωμάτων της. Είναι μία ανοιχτή διαδικασία, μία διαδικασία σε εξέλιξη. Άλλωστε, κάθε αγώνας που δεν δόθηκε είναι χαμένος αγώνας.

           

 



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ