Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης(15-2019)

Η Μειονοτική εκπαίδευση: σύντομη ιστορική αναδρομή (ΙΙ)

1189406
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης(15-2019)

 

 

 

Ξετυλίγουμε το κουβάρι της μειονοτικής εκπαίδευσης από εκεί που το αφήσαμε στην προηγούμενή μας εκπομπή. Τη δεκαετία του 1950, αμέσως μετά την υπογραφή της Ελληνοτουρκικής Μορφωτικής Συμφωνίας (1951), ξεκίνησε η ανταλλαγή εκπαιδευτικού προσωπικού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

 

            Την ίδια περίοδο απόφοιτοι της Μειονότητας επιλέγουν να σπουδάσουν παιδαγωγικά σε σχολές στην Τουρκία και εν συνεχεία να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να στελεχώσουν τα μειονοτικά σχολεία. Η πρώτη φουρνιά λοιπόν αποφοίτησε το 1960 και ξεκίνησε να διδάσκει στα μειονοτικά σχολεία την σχολική χρονιά 1960-1961. Οι δάσκαλοι αποτέλεσαν ανέκαθεν μία ιδιαίτερη ομάδα και η πολιτεία κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η ομάδα αυτή να είναι υπό τον έλεγχό της. Υπήρξαν διώξεις, απολύσεις και αποπομπές ενώ ο έλεγχος ήταν ασφυκτικός εντός των σχολείων.

 

Τη δεκαετία του 1960 μείζονος σημασίας ήταν η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Μορφωτικού Πρωτοκόλλου της 20ης Δεκεμβρίου 1968, αλλά και η ίδρυση και λειτουργία της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ). Με την ΕΠΑΘ το κράτος επιδίωξε να πάρει δυναμικά στα χέρια του την εκπαίδευση των δασκάλων του τουρκόγλωσσου προγράμματος και να δημιουργήσει έναν και μοναδικό φορέα από τον οποίο θα αποφοιτούσαν οι εν λόγω δάσκαλοι.   

 

Η Ακαδημία άνοιξε τις πύλες της το 1968 με 11 μαθητές. Την επόμενη χρονιά ο αριθμός αυξήθηκε σε 24, όλοι απόφοιτοι των Ιεροσπουδαστηρίων. Στόχος της ήταν να εκπαιδεύει τους δασκάλους που θα στελέχωναν το τουρκόγλωσσο κομμάτι της μειονοτικής εκπαίδευσης. Είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε τις επόμενες δεκαετίες έντονα την Μειονότητα, μέχρι και το 2013 όπου καταργήθηκε. Αποτέλεσε ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της μειονοτικής εκπαίδευσης. H ΕΠΑΘ υπήρξε ένα μοναδικό, ξεχωριστό και ιδιαίτερο μόρφωμα που δεν εντάχθηκε ποτέ στον κορμό κάποιου ανώτερου ή ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος.

 

Η συζήτηση για ανώτερη πανεπιστημιακή εκπαίδευση των αποφοίτων της Μειονότητας στην Ελλάδα ξεκινάει ουσιαστικά το 1996, όταν με νόμο θεσμοθετήθηκε η εισαγωγή αποφοίτων σε πανεπιστήμια κάνοντας χρήση της ειδικής ποσόστωσης του 0,5% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων.

 

Τα τελευταία χρόνια είναι ευχάριστο ότι οι αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής έφεραν νέα δεδομένα. Έχουμε πολλούς αποφοίτους που εισάγονται και σε σχολές χωρίς απαραίτητα να κάνουν χρήση της ειδικής ποσόστωσης. Παρόλα αυτά ο κύριος κορμός εισάγεται με ποσόστωση οπότε έχει νόημα και ουσία η διατήρησή της μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες τόσο ώστε να μην υπάρχει ανάγκη.

 

Τη δεκαετία του 1970, η κρίση στο Κυπριακό, η ρήξη στις διακρατικές σχέσεις, αποτυπώθηκαν και στο χώρο της εκπαίδευσης. Πολλές πρωτοβουλίες και πολιτικές εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο αμοιβαιότητας και αντίμετρων. Γενικά ο χώρος της εκπαίδευσης δεν έμεινε ανεπηρέαστος από το γενικότερο κλίμα των διακρατικών σχέσεων. Αντικαταστάθηκαν οι πινακίδες των σχολείων, οι δάσκαλοι υπόκειντο σε αυστηρούς περιορισμούς, διώξεις, και το γενικότερο κλίμα επηρέασε και δυσχέραινε κάθε πτυχή της ζωής και κατά συνέπεια και τον χώρο της μειονοτικής εκπαίδευσης.

 

Υπήρξαν πολλές πρωτοβουλίες οι οποίες στόχευαν να πλήξουν την μειονοτική εκπαίδευση, χωρίς ωστόσο να την αγγίζουν άμεσα. Τέτοιες ήταν την δεκαετία του 1980 η ίδρυση δημόσιων σχολείων σε αμιγώς μειονοτικούς οικισμούς, όπως και η ίδρυση νηπιαγωγείων. Αυτή και άλλες παρόμοιες πρωτοβουλίες στόχευαν στο να στρέψουν τα παιδιά προς την δημόσια εκπαίδευση. Σε ορεινούς οικισμούς με δύσκολη πρόσβαση σε αστικά κέντρα, η επιλογή ενός δημόσιου γυμνασίου σε ένα κεφαλοχώρι ήταν μονόδρομος.

 

Την ίδια περίοδο μεγάλες διαστάσεις έλαβε η άρνηση αναγνώρισης πτυχίων αποφοίτων της Μειονότητας από πανεπιστήμια της Τουρκίας από τον Οργανισμό που είναι επιφορτισμένος με την αναγνώριση πτυχίων του εξωτερικού, γνωστού τότε ως ΔΙΚΑΤΣΑ. Υπήρξαν συγκεντρώσεις, απεργία πείνας και αντιδράσεις που έληξαν με την κατάκτηση του αυτονόητου δικαιώματος των μελών της Μειονότητας να αναγνωρίζουν τα πτυχία τους στην Ελλάδα και να απασχολούνται στην εγχώρια αγορά εργασίας. 

 

            Η διακήρυξη της ισονομίας και ισοπολιτείας το 1991 μπορεί να γύρισε νέα σελίδα στα μειονοτικά, ωστόσο ο χώρος της εκπαίδευσης δεν είδε θεαματικές αλλαγές. Αντίθετα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έγιναν κάποιες απόπειρες συγγραφής βιβλίων για τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας από Έλληνες συγγραφείς, γεγονός που προκάλεσε ξεσηκωμό και την γενική κατακραυγή. Ακολούθησαν σκηνές με το κάψιμο των βιβλίων. Είναι μία περίοδος όπου οι σχέσεις Μειονότητας και κράτους βαδίζουν σε τεντωμένο σκοινί.

 

            Μεγάλη προσπάθεια κατέβαλε το κράτος να στηρίξει το ελληνόφωνο κομμάτι της εκπαίδευσης μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Το πιο γνωστό και μακροβιότερο είναι το «Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων» που ξεκίνησε την πρώτη φάση λειτουργίας του το 1996-1997 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η κύρια κριτική της Μειονότητας ως προς αυτά τα προγράμματα ήταν ότι το κράτος κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να ενισχύσει την ελληνόφωνη εκπαίδευση τη στιγμή που απαξίωνε πλήρως την τουρκόφωνη.

 

            Η κατάργηση της ΕΠΑΘ συνοδεύτηκε με την ίδρυση της Κατεύθυνσης Μειονοτικής Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την ακαδημαϊκή χρονιά 2011-2012.

 

Μία σειρά εξελίξεων και παρεμβάσεων συνέβησαν στο χώρο της μειονοτικής εκπαίδευσης, άλλες μεγαλύτερης και άλλες μικρότερης έκτασης. Κάποιες κινήσεις στόχευαν στην αναδιάρθρωση της μειονοτικής εκπαίδευσης αναφορικά με τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο καταργήθηκε η θέση του Συντονιστή Μειονοτικής εκπαίδευσης το 2014 με σχετικό νόμο. Το Συντονιστικό Γραφείο Μειονοτικών Σχολείων επί δεκαετίες λειτούργησε –αρχικά με έδρα την Καβάλα, και αργότερα με τη μεταφορά του στην Κομοτηνή- ως ένα μικρό υπουργείο παιδείας για την μειονοτική εκπαίδευση. Στη θέση του δημιουργήθηκε Γραφείο Μειονοτικής Εκπαίδευσης Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

 

Υπήρξαν και παλιότερα αλλά και πιο πρόσφατα πολιτικές πρωτοβουλίες με στόχο να στρέψουν το ενδιαφέρον των μειονοτικών μαθητών στα δημόσια σχολεία. Σε αυτό το πλαίσιο σημειώνουμε την εισαγωγή τουρκικής γλώσσας σε δημόσια σχολεία όπως και μαθημάτων θρησκευτικών. Ο νόμος των ιεροδιδασκάλων, ένα μεγάλο αγκάθι για τα μειονοτικά, επηρέασε και την εκπαίδευση διότι έδινε την αρμοδιότητα στους ιμάμηδες να μπούνε στα δημόσια σχολεία για να διδάξουν θρησκευτικά στους μαθητές της Μειονότητας. 

 

             Τα τελευταία χρόνια στην κορυφή της ατζέντας βρίσκονται οι αναστολές λειτουργίας των μειονοτικών σχολείων που αποτελούν βασικό λόγο διένεξης του κράτους με την Μειονότητα με βασικό επιχείρημα τη συρρίκνωση της μειονοτικής εκπαίδευσης μέσω του προσχήματος μιας προσωρινής λύσης που είναι οριστική και ισοδυναμεί με λουκέτο.

 

            Κινητικότητα υπάρχει και στο χώρο των νηπιαγωγείων με την εφαρμογή πιλοτικού προγράμματος του Υπουργείου Παιδείας σε έξι νηπιαγωγεία της Θράκης. Μέσω αυτού διορίστηκαν οι λεγόμενοι μεσολαβητές που είναι νηπιαγωγοί της Μειονότητας ώστε να επικοινωνούν με τα παιδιά στη μητρική τους γλώσσα.

 

            Τη σχολική χρονιά 2018-2019 λειτουργούνε στην περιοχή της Θράκης 128 μειονοτικά δημοτικά σχολεία, δύο μειονοτικά γυμνάσια και λύκεια και δύο ιεροσπουδαστήρια. Αυτά τα σχολεία συνθέτουν την μειονοτική εκπαίδευση, με πολλές όπως είδαμε και θα δούμε και στις επόμενες εκπομπές παρεμβάσεις, που οδηγούν στην έντονη πολιτικοποίηση της εκπαίδευσης.

 



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ